Όποιος ελεύθερα συλλογάται, συλλογάται καλά.

Παρασκευή 25 Φεβρουαρίου 2022

 


ΦΟΥΓΚΕΣ

 

Το χέρι ξαστόχησε. Διακλαδώσεις, η διαδοχή των θαλάμων, μυχοί βαθιά εργασμένοι απ’ τον χρόνο, ανεξερεύνητα όλα έμειναν, ανάχορδες κιθάρες, άλαλες, στα σπηλαιώματα του σπόγγου. Τα ακροδάχτυλά του, μαθημένα στων βαθών τ’ ανέγγιχτα, αφέθηκαν ασύνειδα σε άλλη, ασπού­δαστη αφή. Ρώγες ηλεκτρίστηκαν με ρεύμα πρω­τόγνωρο, περιέργεια μαζί και λαχτάρα. Βουλι­μικά ανάδευσε τον βυθό, μ’ ακρίβεια ωστόσο κι αρχαιολόγου λεπτότητα.

Κούρος χυτός, ίδιος μπρούτζινος, ξεσκεπάστηκε απ’ το φαιό σεντόνι του πυθμένα. Στο πρόσωπο δε διακρινόταν μειδίαμα – τραγάνα στο χείλος είχε επικαθίσει, αρμύρας καρκίνωμα. Έφεγγε, έστω κι έτσι, η όψη του εφήβου από το αγαπητικό των κούρων κάλλος. Αλλά και το σώμα – παλλόμενο, έμπλεο από τη λανθάνουσά τους κίνηση. Πηγαία εκείνη, αναδυόταν απ’ τον όγκο της πέτρας και των μηρών τη στιβαρότητα.

Επίμονα κοίταξε τα χέρια τα προσκολλημένα στους γλουτούς· τους αστραγαλόσχημους πλο­κάμους της κόμης στους ώμους και στο θώρακα, πεσμένους ανάερα, λες και τους είχε σμιλεύσει αχειροποίητο γλύφανο· τα μάτια – όλο ευγένεια και φως· τα άλκιμα μέλη.

Γλύπτης χορδιστής εργαζόταν στα σπογ­γώδη σπηλαιώματα της ψυχής του, δονώντας ανεξερεύνητους μυχούς με φούγκες αδευτέρωτες.

 

Κώστας Κουτρουμπάκης, Ο Μαραγκός, Ενύπνιο 2018

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου