Όποιος ελεύθερα συλλογάται, συλλογάται καλά.

Κυριακή 12 Μαΐου 2024

 

23-10-1943

 

Το σπίτι είναι στην πάνω πλευρά του χωριού, κάτω ακριβώς απ’ την εκκλησία του Αη Νικόλα. Στέγη πεσμένη, τοίχοι μισογκρεμισμένοι, δυο - τρία παράθυρα να χάσκουν, στόματα ανοιχτά.

Κι όμως, εδώ έζησαν ο Κωνσταντής ο Κατσήδερος κι η γυναίκα του, η Λένη, άνθρωποι που κοιτάζονταν στα μάτια.

Φλεβάρης του ‘43 ήτανε, ενός μηνός έγκυος εκείνη στο δεύτερο παιδί, όταν ο Κωνσταντής βγήκε στο κλαρί. Τον πήρε ο Άρης αγγελιοφόρο. Τσοπάνος, τα βουνά τα ‘χε βιβλίο ανοιχτό. “Αγριοκάτσικο”, έτσι τον φώναζε ο καπετάνιος.

Είκοσι δύο Οκτωβρίου πήρε μήνυμα από έναν σύνδεσμο δικό τους, χωριανό. “Να σου ζήσει. Γιος.”. Παρουσιάστηκε στον καπετάνιο και γύρεψε άδεια.

 

Τα υπόλοιπα είναι γνωστά.

Ο χωριανός είχε πάει με τον Ζέρβα και χόρταινε τις λίρες των Άγγλων. Οι Γερμανοί περιμένανε τον Κωνσταντή στην εκκλησία. Το τουφεκίδι ξύπνησε το μωρό κι ο αντάρτης άκουσε το κλάμα του, καθώς ξεψυχούσε. Τον παράχωσαν κακήν κακώς.

Τη Λένη μήτε στην κηδεία δεν την αφήσαν. Τις μέρες εκείνες ξεκίνησαν οι μάχες ανάμεσα στον ΕΛΑΣ και στον ΕΔΕΣ. Έσταζαν οι ρώγες της γάλα, όταν πήρε τα παιδιά και κατέβηκε τρεμάμενη σε κάτι συγγενείς της στα Γιάννενα. Έζησαν.

Μόλις αναγνωρίστηκε η Εθνική Αντίσταση, στον Αη Νικόλα, στην κάτω γωνία της αυλής, τα παιδιά έχτισαν τσιμεντένιο εκκλησάκι. Έβαλαν και μπρούτζινη επιγραφή, σφυρήλατη, με τα χέρια τους φτιαγμένη:

“ΑΝΑΓΕΡΘΕΝ ΔΑΠΑΝΗ ΑΔΕΡΦΩΝ ΚΑΤΣΗΔΕΡΟΥ

ΕΙΣ ΜΙΜΗΝ ΤΟΥ ΠΑΤΡΟΣΤΩΝ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ

ΦΟΝΕΥΘΕΝΤΟΣ ΥΠΟ ΤΩΝ ΓΕΡΜΑΝΩΝ

23 ΟΚΤΏΒΡΙΟΥ 1943”

Αγράμματα παιδιά, φτώχεια καταραμένη. Το εκκλησάκι το ’φτιαξαν, το πατρικό έμεινε να ρημάζει.

Ήρθε όμως ένα δέντρο, το πιο ψηλό, το πιο όμορφο σ' όλο το χωριό και ρίζωσε δίπλα στο ρημάδι, ποτισμένο θαρρείς με τα δάκρυα της Λένης και με το αίμα του Κωνσταντή.

Στη σκιά του εμφανίζεται, λένε, κάθε 23η του Οκτώβρη ένας αντάρτης με κέρατα. Πηγαίνει στη γωνιά της αυλής του Αη Νικόλα, ανάβει το καντήλι του Κωνσταντή κι ανηφορίζει, ώσπου χάνεται, ίδιο αγριοκάτσικο, στα βοσκοτόπια των Καλαρρυτών.

 

Κ.Κ. 06-05-2024

 

Σάββατο 11 Μαΐου 2024

 


Η δικαία χειρ

 

«Πέρκου στα βλάχικα είναι οι φακίδες. Κι ο Γιωργούλας ο Μπέρκος, βλάχος από τους Καλαρρύτες, ήτανε όνομα και πράμα, χάρτης κανονικός.

Όμως το μεγάλο του κουσούρι ήταν άλλο. Όταν ζοριζόταν, κεκέδιζε. Και τα παιδιά στο χωριό δεν τα συγχωρούσανε κάτι τέτοια. Με καζούρα και χοντρά αστεία μεγάλωσε ο Γιωργούλας, ώσπου στο φανταρικό, όπως λέγανε οι άλλοι του χωριού, σιγά σιγά άντρεψε κι έμαθε να κόβει μαχαίρι τον βήχα του καθενός. Είχε γίνει στο μεταξύ θηρίο κανονικό.

Ζωντανά δεν είχε η οικογένεια, από παλιό σόι εμπόρων η φύτρα του, όταν απολύθηκε άνοιξε το μπακάλικο στο χωριό. Είχανε κάτι λίγες οικονομίες οι δικοί του, βαστούσε τότε ακόμη κι η πίστη, το εμπόρευμα το πήρε δίνοντας τα χέρια με τους προμηθευτές. Ήτανε προκομμένος και τίμιος. «Η δικαία χειρ», έτσι το έβγαλε το μαγαζί. Όσοι τάχα πονηρεύονταν, αυτό το παίρνανε για μπηχτή για τον άλλο μπακάλη –έκλεβε, λέγανε, στο ζύγι.

Νύφη δε βρέθηκε για τον Γιωργούλα, τον κυνηγούσε πάντα που ήτανε κεκές. Φρόντιζε όμως τους δικούς του. Σα μωρά τούς είχε, μέχρι που συχωρέθηκαν κι αυτοί κι απόμεινε κούτσουρο. Άδεια αγκαλιά τα χέρια του, το στόμα του από χρόνια κλειστό, μόνο όταν κερνούσε σοκολάτες τα μικρά παιδιά στο μπακάλικο φώτιζε κάπως το πρόσωπό του.

 

Τον Δουρούτη τον ψάχνανε χρόνια. Βγήκε για βοσκή και δε γύρισε ποτέ. Τι κι αν πήγανε καταπόδι οι άλλοι τσοπάνηδες με τα σκυλιά, να μυρίσουν, τίποτε δε βρέθηκε. Άνοιξε θαρρείς η γη και τον κατάπιε.

 

Πέρασαν τα χρόνια, εξηνταρίσαμε. Ο Γιωργούλας έπεσε βαριά στο στρώμα. Τον φρόντιζαν κάτι μανιές αλλά η αρρώστια δεν χαμπάριαζε. Στα τελευταία του με γύρεψε. Η ψυχή του να βγει απ’ το κεκέδισμα. Πώς μου τα ’πε, Κύριος οίδε.

-     Απ’ την αρχή το ’ξερα, Γιωργούλα. Και το μπακάλικο μόνο εγώ κατάλαβα γιατί το ’βγαλες έτσι. Σαράντα χρόνια τώρα μαζί το κουβαλάμε το κρίμα. Μη κοιτάς που δε μίλησα. Μου ’χε, βλέπεις, κάνει και μένα τη ζωή κόλαση ο μπάσταρδος. Τουλάχιστον εσύ εξομολογήθηκες. Εμένα να δω, παπάς άνθρωπος, ποιος θα με συχωρέσει.

 

Έτσι του τα ’πα, παπά μου. Το δικό μου το ράσο το μαγάρισα. Κοίτα τουλάχιστον να κρατήσεις καθαρό το δικό σου. Θεός μάς βλέπει.»

 

Κάπως έτσι μου τα ’πε, αστυνόμε. Κάνε δουλειά σου τώρα. Όλους Θεός μάς κρίνει.

 

Κ.Κ. 12-5-’24

Παρασκευή 12 Απριλίου 2024

 


Συγκαθιστός

 

Να γυρνούσα πίσω τον Χρόνο!

λαχτάρησε ένας θεός

 

ύστερα ήρθε

κι έκατσε δίπλα στον άνθρωπο.

 

Κ.Κ. 13-04-2024

Ο συγκαθιστός, κατεξοχήν χορός του γάμου, που χορεύεται συνήθως στο δρόμο κατά τις μετακινήσεις αλλά και σε διάφορες φάσεις του τελετουργικού, αναπτύσσεται σε ελεύθερο σχηματισμό, έχει ρυθμό 9/8 (με εσωτερική δομή 4+2+3), σε τέμπο πολύ γρήγορο και τρία βήματα αντίστοιχης διάρκειας το καθένα. Χορεύεται ζωηρά, ζευγαρωτά ή μεμονωμένα. Λέγεται συγκαθιστός επειδή οι χορευτές «συγκαθίζουν», δηλαδή λυγίζουν ελαφρά το γόνατο, μια του δεξιού και μια του αριστερού ποδιού.

Μιράντα Τερζοπούλου (2018)

https://www.domnasamiou.gr/?i=portal.el.songs&id=323

 

 

Σάββατο 9 Μαρτίου 2024

 


Μνημείο αδικοχαμένων

 

ουδείς δε χάνεται αδίκως

όλοι αφελώς χανόμαστε

 

αλεπού ο Χρόνος

δεν πιάνεται με ξόβεργες

 

Κ.Κ. 10-03-’24

Κυριακή 3 Μαρτίου 2024

 


Σακατιλίκι

Κατεβαίνω από νωρίς στην Αθήνα για δουλειές. Είχε και πορεία. Την προλαβαίνω. Βρίσκω παλιούς γνωστούς και πιάνουμε μουχαμπέτια για τα πολιτικά. Στο υπουργείο ένας πιτσιρικάς λυγάει ένα κάγκελο και μπουκάρει κόσμος. Μέσα κι εγώ. Πάνω που μας στριμώχνουνε τα ΜΑΤ βλέπω τον Χ να με καρφώνει. Είκοσι χρόνια είχα να τον δω. Ψαρομάλληδες πια. Μας φοράνε τις χειροπέδες. Περνάμε κάμποση ώρα στην Ασφάλεια. Μας αφήνουν. «Είσαι καλά, ρε;», τον ρωτάω. «Καλά», μου απαντάει. «Στις πορείες κατεβαίνεις;». «Απ’ άλλα κι άλλα περάσαμε, αυτό το σακατιλίκι δεν κόβεται». Χαζογελάμε. «Άντε ρε, στην επόμενη». «Δε μένω Αθήνα», του λέω. «Τυχαία βρέθηκα».

       Πηγαίνω άρον άρον στ’ αμάξι. Μπαίνω με ζόρι. Το είχαμε φάει το μπερντάχι μας. Φτάνω στο τσακ στο σχολείο. Ξεσκονίζομαι και μπαίνω στην τάξη. «Κάπως είστε σήμερα, κύριε». «Τίποτε, κάτι πονάκια της ηλικίας», λέω κι ανοίγω το κεφάλαιο για την αριστοτελική μεσότητα.

 

Κ.Κ. 03-03-’24

Παρασκευή 16 Φεβρουαρίου 2024

Πίσω σου είναι, μα είναι σκιά. Πρέπει να βγει στο φως, για να γίνει γυναίκα. «Πώς να πιστέψω στις σκιές;» μου λες γυρνώντας να τη δεις κι ακατάλυτος ορθώνεται ο Άδης.


K.K. 17-02-'24