Όποιος ελεύθερα συλλογάται, συλλογάται καλά.

Σάββατο 25 Σεπτεμβρίου 2021


 

Ο Ιησούς του δικύκλου

 

Το μηχανάκι σου δε σ’ άκουγε απόψε.

Κι έστριβε μόνο του.

Και το ταχύμετρο γύριζε τρελά.

Κι η κόρνα χτυπούσε αδιάκοπα.

Κι εσύ κατάλαβες.

Κι έσφιξες γερά στα πόδια σου τη σέλα.

 

Και φτάσατε παρέα στ’ ακρογιάλι.

Και σηκώθηκε η πανσέληνος.

Κι ασπρίσαν τα νερά.

Κι έγιν’ η θάλασσα γιαούρτι αφράτο.

Κι εσύ βουτούσες ο σαλός μες στο γιαούρτι.

Και γέμιζες τις κούπες.

Και γκάζωνες στη λεωφόρο των κυμάτων.

Και χόρταινες τους πεινασμένους άσπρες νύχτες.

Και τα παιδιά ζαχαρωτά.

Και τους προφήτες δόξα.

 

Πάντα έτσι η πανσέληνος.

Άλλοι να παζαρεύουν τα φιλέτα του φεγγαριού

κι άλλοι με κολλημένα γκάζια στα όνειρα.

 

 

*Τον Σεπτέμβριο του 2021 οι διανομείς της εταιρείας e-food μετά από συντονισμένο αγώνα κατάφεραν να ανατρέψουν τα σχέδια της εργοδοσίας τους, δηλαδή την υπαγωγή τους στο καθεστώς του αυτοαπασχολούμενου (free lancer), και να μετατρέψουν τις συμβάσεις τους σε συμβάσεις αορίστου χρόνου.

 

 

K.K. 24-09-’21

Παρασκευή 24 Σεπτεμβρίου 2021

 


Αφιέρωση

 

στη Χαρούλα Αποστολίδου και στον Γεράσιμο Μπαμίχα

 

«Για να φυλακίζεις –γρήγορα– τις λέξεις»

έγραφε το σημειωματάριο

κι εσύ σκέφτεσαι

να φυλακίζω

και γρήγορα

εδώ δεν καταφέραν καν και καν

ύστερα πάλι σκέφτεσαι

χρυσή βροχή οι λέξεις

μπαίνουν στη μέσα φυλακή

και μας γκαστρώνουν

θεού σπέρμα

 

κι εγώ σου λέω

χρυσή βροχή

μα μόνο όταν

προφέρονται

αγαπητικά

 

Κ.Κ. 21-09-’21

Σάββατο 18 Σεπτεμβρίου 2021

 


Λεχώνες

 

Μέρες παρατηρούσαμε. Μέρες, αλλ’ όχι εξαρχής. Το πρότερο ζευγάρωμα, τη συνακόλουθη μολπή* του αρσενικού για την αίρεσι* της κατάλληλης θέσης, δεν τα νιώσαμε. Ούτε και επρόκειτο. Εκτός που κατ’ ουσίαν μάς ήταν άγνωστα –αργότερα τα εννοήσαμε και δη ηλεκτρονικά– ήταν και το μάτι μας –μουδιασμένο απ’ τις οθόνες –τυφλοί τον τε νουν τα τ’ όμματα*.

 

Μέρες παρατηρούσαν. Στα καρφιά. Πότε να κόψει, πότε να σκάσει ο δικός τους στο έμπα.

 

Μια μικρή κεραία στην ταράτσα της διπλανής πολυκατοικίας –έχασκε μισοσκουριασμένη και ζαβή πάνω απ’ το φαιό τσιμεντένιο φαράγγι, επίδοξος σιδερένιος αυτόχειρας– προκρίθηκε ως τόπος επώασης. Το αρσενικό έφερε στο ράμφος του όλα τα χρειαζούμενα απ’ τα κοντινά μπαλκόνια· ξερά κλαράκια, ρίζες, κομμένα σχοινιά, καλώδια. Η φωλιά, φτιαγμένη άτσαλα, έδινε μια αίσθηση αιώρησης· λες κι ήταν κρεμάμενη από νήματα αόρατου ιστού, ταγμένου στη διαιώνιση του είδους –άοκνες της θείας οικονομίας αράχνες. Tα βράδια –και τώρα ακόμη– η ίδια κυκλική οπτασία· το αυγό να αναλαμβάνεται αναμμένο, μικκύλο* ζωφόρο φεγγάρι.

 

Φωλιάσαν αγκαλιά σε μια γούβα, άφανοι. Το σπίτι μπιρ παρά. Εκείνη στον ένατο, με τη θηλιά –μην αλμυρίσει η γέννα. Ο Θεός είναι μεγάλος.

 

Το ζευγάρι καθόταν πάνω του εναλλάξ· ένα τους πάντοτε φύλαγε. Στοιχηματίζαμε πάνω στην προχειρότητα της κατασκευής και στων πουλιών την αντοχή. Προχωρημένος Μάιος, σγούραινε ο βασιλικός, κι εκείνα παντέρμα διακονούσαν τη φύση τους, παραδομένα ολημερίς στα χούγια της άνοιξης και σ' εκείνης της χρονιάς το πρώιμο λιοπύρι.

 

Γυρισμό δεν είχε. Πίσω χαλασμός. Μπροστά χειμώνας.

 

Κι ωστόσο έστεκαν· πάνω από καιρό κι ανθρώπινες προβλέψεις. Κι η φωλιά τους, φάτνη μετεωριζόμενη, λίκνιζε νοερά κι ανέφελα τον εκκολαπτόμενο νεοσσό· κι ο πρόλοβός* τους γέμιζε με την πρώτη του τροφή  –γάλα περιστεριού το λένε –η οθόνη το μαρτύρησε.

 

Κι ωστόσο σπαργούσαν* –πιότερο εκείνη –νέας ζωής προσμονή.

 

 

 

Μόνο που ήρθανε οι γλάροι. Ήταν απ’ αυτούς τους θρεμμένους, των χωματερών –τα πάντα εν σοφία. Το αρσενικό, Δαυίδ πετούμενος, έκανε να διώξει τον πρώτο. Μα ήταν καμιά δεκαριά, κοπάδι. Η μάνα πρότεινε τραχιά τη φτερούγα σαν ασπίδα. Η φωλιά σκόρπισε. Το αυγό έσκασε υπόκωφα στον ακάλυπτο. Τα αρπακτικά έφυγαν άπραγα.

 

Σκλήθρα άξενη, σ’ άλλα βράχια ψημένη, πιο κοφτερά. Αλεπούδες. Ένα κοπάδι, καμιά δεκαριά, πλάκωσε να σπρώχνει τον κόσμο στα φουσκωτά. Σκόνταψε εκείνη. Λίγο μετά σπάσαν τα νερά –φουρτούνα. Το παιδί μελανό. Τσαμπιά βρισιές και μοιρολόγια. Τ’ απόκοψαν. Πιασμένο επέπλεε στο παραγάδι του λώρου. Στη βάρκα αλμύρα, αίματα κι αμνιακό υγρό.

 

Το αρσενικό, ψάλλοντας, πήρε πάλι να συνάζει άοκνα –ίδια αράχνη που της χαλάσαν τον ιστό– τα χρειαζούμενα για τη νέα φωλεά, αποθέτοντάς τα σε άλλη, παρακείμενη, κεραία. Η μολπή του, απαράλλαχτη, ερχόταν ρυθμικά, λίκνισμα της θάλασσας, που οι γλάροι είχαν πίσω τους νωρίτερα αφήσει· κου-ΚΟΎΟΥ-κου, κου-ΚΟΎΟΥ-κου, που σύμφωνα με τον μύθο πάει να πει δεκαοχτώ –εξού και τ’ όνομα. Δώδεκα μέρες είχαμε μετρήσει ως τότε. Ίσως στη δέκατη όγδοη το ράμφος του νεοσσού να έσπαγε τη σιωπή του κελύφους. Η επώαση διαρκεί από 14 έως 19 μέρες –είπε η οθόνη.

 

Μόλις πατήσανε στεριά «Ο Θεός είναι μεγάλος» εκείνος.

 

Εκείνες κώφευαν άπραγες· ποιος χαροκάθεται ξανά; –πείρα πότε* κατισχύουσα* των ενστίκτων.

 

Το βλέμμα τους φωλιά, με τούφες και πούπουλα ασαράντιστων αγγέλων.


*μολπή: τραγούδι

*αίρεσι: επιλογή

*τυφλοί τον τε νουν τα τ’ όμματα: τυφλοί και στον νου και στα μάτια (παραλλαγή της φράσης "Τυφλός τα τ’ ώτα τον τε νουν τα τ’ όμματα" από τον Οιδίποδα τύραννο του Σοφοκλή)

*μικκύλο: μικρογραφικό, μινιατούρα

*πρόλοβος: διεσταλμένο τμήμα του οισοφάγου των πτηνών, όπου αποθηκεύεται η τροφή πριν να περάσει στο στομάχι

*σπαργώ: είμαι γεμάτος σφρίγος και ζωή

*πότε: κάποτε

*κατισχύω: νικώ, επικρατώ πλήρως


Κ.Κ. 2018

Από ανέκδοτη ενότητα για το προσφυγικό.

 

 

Παρασκευή 17 Σεπτεμβρίου 2021

 

Πάγια αιτήματα

Τα πιο πάγια αιτήματα είναι αυτά που δεν ικανοποιούνται. Πολλώ δε μάλλον αυτό για ουρανό, εφόσον ο ουρανός δεν είναι παρά μια οφθαλμαπάτη.


Πόθος

 Στη λεωφόρο των χαμένων εραστών ο πόθος πεθαίνει ανίατος.


Διαμάντι

 απ’ το διαμάντι

το μίσος παίρνει τη σκληρότητα

η αγάπη παίρνει τη λάμψη


Κ.Κ. 18-09-'21


Σάββατο 11 Σεπτεμβρίου 2021

 


Κανόνες τονισμού

 

Ο έρωτας είναι οξεία. Ρίχνει τα βέλη του στα φωνήεντα και τα σχίζει στα δυο –ακόμη και το γιώτα.

Η αγάπη είναι στοργική. Ως κύμα θωπεύει και περισπᾶται.




Άνοδος

 

Μ’ όλους τους ρευματισμούς και τους πόνους κάθε χρόνο ανεβαίνουμε. Στο πλατύσκαλο κάποιος μας περιμένει. Σκαλί το σκαλί τον οικειωνόμαστε.

 

Μόνη μας φύση η άνοδος –λένε.


Κ.Κ. 12-09-'21



(Η φωτό από γλυπτό στην παραλία Μπόντι στο Σίδνεϊ της Αυστραλίας)


Παρασκευή 10 Σεπτεμβρίου 2021

 


Στο άπειρο

 

Είναι κάτι μανάδες που δεν ξεπαιδιάζουνε ποτέ. Λένε ξανά και ξανά τα ίδια παραμύθια, τραγουδάνε τα ίδια νανουρίσματα. Μήτε στο μνήμα τις βρίσκει ησυχία. Τις νύχτες ένα σκουλήκι τις τρώει ποιος θα ταΐσει το παιδί και ποιος θα το βάλει για ύπνο. Γυμνώνουν τότε το στήθος τους στον γαλαξία. Το παιδί ησυχάζει και θηλάζει ουρανό. Αυτό μπορεί να κρατήσει για πάντα, καθώς το αστρικό ρωγοβύζι της μάνας εκτείνεται στο άπειρο.

 

Κ.Κ. 11-09-’21

Σάββατο 4 Σεπτεμβρίου 2021

 


άναψε το δάσος τα δέντρα του απόψε

μυρμήγκια φωταγωγημένα φύλλα

κεράκια

σπαρμένα με τον ήχο του μετάλλου

σηκώνονται τα παιδιά

τρυγάνε αγριοφράουλα

και οι μανάδες βόλια


Γράμμος


Κ.Κ. 30-10-'17

Η φωτό αλιευμένη από το διαδίκτυο

Παρασκευή 3 Σεπτεμβρίου 2021

 



Ο μούστος

 

Χρόνια είχανε

 

Μα κείνη τη νύχτα

ήρθε κι άπλωσε πάνω του

κληματαριά στην πέργκολα

Πάταγε

και πάταγε

τα σταφύλια ο Σειληνός

 

Σαν έπηξε για τα καλά το σκοτάδι

ήρθε ο χρόνος

και στάλαξε μέσα τους

νικημένος

τον πιο βέβηλο

τον πιο ιερό

μούστο της ζωής


Κ.Κ. 08-'21