ΦΟΥΓΚΕΣ
Το χέρι ξαστόχησε. Διακλαδώσεις, η διαδοχή
των θαλάμων, μυχοί βαθιά εργασμένοι απ’ τον χρόνο, ανεξερεύνητα όλα έμειναν, ανάχορδες
κιθάρες, άλαλες, στα σπηλαιώματα του σπόγγου. Τα ακροδάχτυλά του, μαθημένα στων
βαθών τ’ ανέγγιχτα, αφέθηκαν ασύνειδα σε άλλη, ασπούδαστη αφή. Ρώγες ηλεκτρίστηκαν
με ρεύμα πρωτόγνωρο, περιέργεια μαζί και λαχτάρα. Βουλιμικά ανάδευσε τον βυθό,
μ’ ακρίβεια ωστόσο κι αρχαιολόγου λεπτότητα.
Κούρος χυτός,
ίδιος μπρούτζινος, ξεσκεπάστηκε απ’ το φαιό σεντόνι του πυθμένα. Στο πρόσωπο δε
διακρινόταν μειδίαμα – τραγάνα στο χείλος είχε επικαθίσει, αρμύρας καρκίνωμα. Έφεγγε, έστω κι έτσι, η όψη του εφήβου
από το αγαπητικό των κούρων κάλλος. Αλλά και το σώμα – παλλόμενο, έμπλεο από τη
λανθάνουσά τους κίνηση. Πηγαία εκείνη, αναδυόταν απ’ τον όγκο της πέτρας και
των μηρών τη στιβαρότητα.
Επίμονα κοίταξε τα χέρια τα προσκολλημένα στους γλουτούς·
τους αστραγαλόσχημους πλοκάμους της κόμης στους ώμους και στο θώρακα, πεσμένους
ανάερα, λες και τους είχε σμιλεύσει αχειροποίητο γλύφανο· τα μάτια – όλο ευγένεια
και φως· τα άλκιμα μέλη.
Γλύπτης χορδιστής εργαζόταν στα σπογγώδη σπηλαιώματα της ψυχής του, δονώντας
ανεξερεύνητους μυχούς με φούγκες αδευτέρωτες.
Κώστας Κουτρουμπάκης, Ο Μαραγκός, Ενύπνιο 2018