Η μάνα του ιππόκαμπου
Πήρε απόγεμα. Η κάψα πεσμένη από ώρα κι η θάλασσα λάδι.
Μπήκε αμέσως στο νερό. Έριξε μερικές απλωτές κι ύστερα στάθηκε και κάτι εξέταζε.
- Μπαμπά, τι είναι αυτό που είναι μπερδεμένο στην πετονιά;
- Ιππόκαμπος είναι. Πάρ’ τον προσεκτικά στο χέρι σου να τον ξεμπλέξεις.
Τον κράτησε για μια στιγμή στην παλάμη του και τον λευτέρωσε.
Με κοίταξε ίσια στα μάτια.
- Θα τα καταφέρει μόνος του, μπαμπά;
Πλατάγισε η ουρά στον αφρό. Ήρθε και στάθηκε μπροστά του. Στήθια όστρακα, μαλλιά φύκια τρικυμισμένα. Του ’πλεξε τα χέρια πλώρη και τον κοίταξε ίσια στα μάτια.
- Δε θα ’ναι μόνος του. Θά ’ρθεις να τον πάμε σπίτι του;
Γύρισε ύστερ’ από λίγο. Το βλέμμα φιλντισένιο, τα χέρια του πτερύγια.
Με κοίταξε ίσια στα μάτια.
- Μπαμπά, το ήξερες ότι η Γοργόνα είναι η μαμά του ιππόκαμπου;
- Είναι και γιαγιά σου, αγόρι μου. Και συ πάντα με λευτερώνεις και με γυρίζεις σπίτι.
Κ.Κ. 04-04-’21
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου