Το Τέρας πάντα θα ’ναι εδώ. Και θα γυρεύει τις καρδιές μας.
Λέξη μικρή το μεγάλο μας όχι.
Κ.Κ. 31-12-’23
Ολοκαυτώματα
Στα Καλάβρυτα, στον Χορτιάτη και σ’ άλλους τόπους, απ’ αυτούς που λένε μαρτυρικούς, οι άνθρωποι καίγονται ζωντανοί –γιατί καμιά φωτιά ποτέ δε σβήνει.
Στη Ρόδο, στη Δαδιά και σ’ άλλους τόπους, που κάποτε λέγονταν παρθένοι, τα ελάφια και τα δέντρα καίγονται ζωντανά –γιατί καμιά φωτιά ποτέ δε σβήνει.
«Πώς νιώθουν ο άνθρωπος, το ελάφι, το δέντρο, όταν καίγονται ζωντανά;» θα σε ρωτήσω. «Φτάνει πια με το φτηνό συναίσθημα!» θα μου πεις –και δικαίως. Γιατί δεν είναι που δεν θρηνούμε για τον άνθρωπο, το ελάφι, το δέντρο.
Είναι που για να σβήσουν οι φωτιές πρέπει –επιτέλους– να μιλήσουμε για κατακτητές, δωσίλογους και ντόπιους συνεργάτες.
Δημοσιευμένο στο ημερολόγιο 2024 της Εταιρίας Λογοτεχνών Θεσσαλονίκης
Ο πύργος
Ανεβαίνεις διαρκώς με την ελπίδα πως κάπου τελειώνει. Μα κάθε όροφος φέρνει κι άλλον. Κι όλο ριζώνει –πέτρα την πέτρα. Κάποτε κουράζεσαι. Στέκεσαι βλέποντας μια πάνω μια κάτω τον πύργο ν’ απλώνει. Δίχως αρχή, δίχως τέλος. Όπως ο χρόνος των θεών. Τότε καταλαβαίνεις που αυτός ο πύργος είσαι εσύ σα ρίχνεσαι πάνω στους άλλους, μα το πιο πολύ στον εαυτό σου.
Κ.Κ. 16-12-2023
Και προπαντός
μη νομίσετε πως δεν γνωρίζω τα συνθηματικά: Κράτος, Βία, Ζήλος, Νίκη.
Έτσι ξέρω για τα προσωπεία, τις σημαίες, τη μυστική διπλωματία, τις ρηματικές διακοινώσεις.
Για τις πλειοψηφίες, τα κοπάδια, τα αζημίωτα σκυλιά.
Ξέρω να γυρίζω στο στόμα μου λέξεις όπως φυλή, ανωτερότητα, χρέος, ηθική.
Πλεξίματα της θηλιάς του χαμού.
Χασομέρι
Αν ξαναγινόμουν τεσσάρων
δεκάρα δε θα ’δινα
για σοκολάτες αυτοκινητάκια παιδικές χαρές βόλτες στο πάρκο.
Με τα μούτρα θα ’πεφτα
στον άσπρο σου λαιμό
στον κόρφο σου
και σ’ ό,τι άλλο οι σοφοί
αιώνιο σύμπλεγμα ονομάζουν.
Υποθετική ιστορία
θα μου πεις
και το τραγούδι αυτό
άλλο ένα μάταιο
ενός Ορφέα στον Άδη.
Κ.Κ.
(Δεκατέσσερα χρόνια απ’ την εκδημία της.)
Το κορίτσι με τη λευκή στολή
Το κορίτσι με τη
λευκή στολή
τώρα είναι με τον
βαρκάρη
στην κάτω λίμνη
με την ίδια λευκή
στολή
επιδεικνύει την ίδια
–εμμονική θα έλεγε
κανείς–
σπουδή στα οικεία
της καθήκοντα
οροί, γάζες,
νοσηλείες
-έχουν κι οι σκιές
τούς τραυματίες τους, λέει-
μα πάνω απ’ όλα
το κορίτσι με τη
λευκή στολή
θεραπεύει
το αναπτυξιακό
τραύμα
του πιο νήπιου
στον κόσμο
λαού
Ιούνιος 2018, Η Ραζάν αλ-Ναζάρ χάνει τη ζωή της από Ισραηλινούς ελεύθερους σκοπευτές στο νότιο τμήμα της Λωρίδας της Γάζας κατά τη διάρκεια της προσπάθειας της να περιθάλψει έναν διαδηλωτή. Φοράει τη λευκή στολή των παλαιστινιακών υπηρεσιών πρώτων βοηθειών. Είναι 21 ετών.
Μη πού, 17-11-2023
Αξιότιμη πραγματικότητα,
Οι καινούριοι είναι πολλοί. Τα παιδιά ειδικά. Δεν προφταίνω. Στα μάτια τους η στάχτη βουνό. Φτιάχνω κομπρέσες με χαμομήλι. Με κόπο φτάνω στα τσίνορα. Μάταια. Αρνούνται –ορκισμένοι Οιδίποδες– κάθε βλέμμα. Ψηλαφούν διαρκώς τις πληγές τους.
Δεν ξέρω αν το γνωρίζεις: Άδης βάσει ετυμολογίας είναι αυτός που δεν μπορείς –ή δεν θέλεις– να δεις. Μάντης τυφλός, ορκισμένος, ψηλαφώ την πληγή μου κι αποκρίνομαι: Μια είναι η τελευταία λέξη. Η σφαίρα μου θα εξοστρακίζεται για πάντα.
Με εκτίμηση,
Αλέξης
Δαρβίνος
Το δάκρυ που ’κανα για σένα! Με πούλησες. Ανθρώπινα αυτά –λένε.
Τα ίδια, άλλωστε, κάνω –τώρα πια– κι εγώ.
Χειρότερα λες;
Η σπηλιά
«Δεν ξανάδα τέτοιο πράμα» έλεγε ο κυνηγός. «Τα σκυλιά όλο να γαβγίζουν. Το φεγγάρι άφανο. Μας έκοψε φόβος».
Φαντάστηκα τη σπηλιά· ένα λιοντάρι σε μια κόχη με το φεγγάρι στον κόρφο.
Τα κόκαλα σκόρπια. Τ’ όπλο και μερικές γόπες. Το φυλαχτό. Το κρανίο σε μια γωνιά -φώταγε. «Δεν ξανάδα τέτοιο πράμα».
Φλεβάρη τον επικήρυξαν. Μάρτη βγήκε στο κλαρί. Στο τουφέκι πρώτος. Και μπεσαλής. Ο καπετάνιος τον κοιτούσε λοξά. Η θανατική ποινή τον βρήκε λιποτάκτη. Μας τα ’πε ένας απ’ το διπλανό χωριό. Χρόνια μετά. Μας όρκισε πρώτα.
Η μάνα τον είχε για ζωντανό. Απ’ το φυλαχτό τον γνώρισε.
Τα κόκαλα δεν μας τ’ απόδωσαν. Για τάφο ούτε λόγος. Μόνο το φυλαχτό. Κι εκείνο με βρισιές.
«Λιόντα μου, φεγγάρι μου», η μάνα τον έψελνε στα σκοτεινά -μέχρι να σβήσει.
Κ.Κ. 26-08-2023
Ο έρωτας κι ο χρόνος
Γύρεψα κάτι πέρα απ’ τον χρόνο
Μόνο τα μάτια σου κι η θάλασσα
*
Τα διάφανα δάχτυλά σου
Το πιάνο του κόσμου
*
Με τ’ άσπρα μου μαλλιά
με τα σκουριασμένα μου κόκαλα
έστω
όπως την πρώτη φορά
σε περιμένω.
Γλαρόνια
Πλανάρουμε κόντρα στον καιρό. Για μια στιγμή.
Πάνω απ’ το χάος.
Ο ράφτης
Τόσο ουρανό προβάραμε.
Το ρούχο που μας έραψες φτενό· κι από τις τσέπες του πέφτουν τ’ αστέρια.
Ιούλιος 2023
Στο δίσκο βινυλίου του Λουδοβίκου,
δώρο της παρέας, το όνομά σου. Ο έρωτας στην Κρήτη ΔΕΝ είναι μελαγχολικός,
έλεγες.
Προχθές στο πάλκο έπεσε
παραγγελιά το «Ήτανε μια φορά». Το γύρευες πάντα. Το λέγαμε στο τέλος, μαζί με
το "Να μ' αγαπάς". Άρχισα να ψελλίζω τα στιχάκια στη λυράρισσα.
Η κιθάρα να μου κόβει τα χέρια.
Κι εσύ να τραγουδάς απ' τους ουράνιους λειμώνες.
Κ.Κ. Ιούλιος 2023
Μικρές δοκιμές για τον χρόνο
Κάθε ευθεία ορίζεται από δύο σημεία. Η ευθεία του χρόνου ορίζεται από τη γέννηση και τη θανή μας. Θα το ’λεγες και σκατομοιρασιά. Κάθε τι θνητό γίνεται μέτρο σύγκρισης για την απεραντοσύνη του χρόνου.
Μολαταύτα, έστω και για λίγο, παίζουμε, τραγουδάμε –υπάρχουμε. Εκείνος –κι ας μας στοιχειώνει– αφ-αιρείται.
Για να το θέσω αλλιώς, δεν γίνεται να μας δαμάζει κάτι που δεν ζει.
Κανείς αθάνατος δεν μπορεί να δώσει τη ζωή του γι’ αυτό που πιστεύει. Μην απορείτε λοιπόν με τον αιρετικό Οδυσσέα. Καμιά Καλυψώ σαν την Πηνελόπη.
Τέλος, να σας θυμίσω πως παίζει με ψεύτικα όπλα. Τίποτε –μήτε κι αυτός– δεν κρατάει για πάντα.
Κ.Κ. 12-07-’23
Τρεις λέξεις
ᾍδης βάσει ετυμολογίας είναι αυτός που δεν βλέπεις –ή που δεν θέλεις να δεις.
«Ανεβατόρ» στη γλώσσα των μεταφορέων είναι το ανυψωτικό μηχάνημα.
Τα περισσότερα έπιπλα ήταν παλιά. Ψευτοπράματα, σαρακοφαγωμένα –οι παιδικές μου αλήθειες. Υλικά για μάντρες εν τέλει –όλα πουλιώνται.
Τα άλλα, τα καλά, φόρος ζωής στο μικροαστικό όνειρο, χαρίστηκαν σε φίλους. Τα ’δα απ’ το μπαλκόνι να κατεβαίνουν με το ανεβατόρ. Τελευταίος ένας διθέσιος καναπές. Η μάνα κι ο πατέρας νέοι κι εμείς μικρά στα γόνατά τους.
Όλο αυτό τρεις λέξεις: εἰς ᾍδου κάθοδος.
Κ.Κ. 30-05-’23
Αντίο
- Παραμάνα να πάρεις. Και μάλλινη φανέλα. Για το βούρδουλα. Πονάει λιγότερο. Κι όταν σε ρωτήσουν στη φάλαγγα, χωρίς παπούτσια να τους πεις.
- Κάτι άλλο, προλαβαίνεις;
- Όταν σε χτυπάνε, εκεί που πονάς λιγότερο, εκεί να φωνάζεις πιο πολύ.
- Την παραμάνα;
- Να γράψεις στον τοίχο τη μέρα που θα μπεις. Κι ύστερα να ρωτάς τους φύλακες. Και να χαράζεις. Για να μην τρελαθείς. Στο μπουντρούμι δεν έχει χρόνο. Μόνο τόπο. Απ’ τον πατέρα σου το ξέρω.
- Άμα σπάσω, θα μ’ αγαπάς;
- …
- Αντίο, μάνα. Έρχονται.
Κ.Κ. 13-05-’23
Συστροφή
Αυτοί
που μας φαρμάκωσαν πισώπλατα
–και πρώτος και καλύτερος ο Χρόνος–
κάποτε θα συστραφούν
και θα δαγκώσουν την ουρά τους.
Πώς
Κάθε χρόνος
κάθε άνθρωπος
κάθε χρόνος κάθε ανθρώπου
θνησιγενής.
Αλλιώς
πώς θα ’ταν η ζωή
τόσο
μεγάλη.
Γράμματα
χ, ρ, ο, σ
Ίδια τα γράμματα αυτά
στον Χρόνο και στον Χάρο.
Έτσι και στον Αχόρταστο
που λέει ο Παπαδιαμάντης
για τον δεύτερο.
Είναι βέβαια κι ο Ρόγχος
–του Ελύτη
–και του θανάτου.
Μπούκλες
Αντέχεις
- δεν αντέχεις
μισή
ώρα ανάσκελα
στον
σωλήνα της μαγνητικής
μ'
ένα σώμα
τόσο
ξένο πια στην ηδονή
μα
τόσο δικό σου πια στον πόνο.
Αυτά
σκέφτεσαι
ενόσω
μπροστά σου
τσουλάει
ο Χρόνος
σακάτης
άγγελος
μ'
αυτές τις απροσμάχητες
μπούκλες.
Άνοιξη
Κάθε επανάσταση εμπεριέχει μια Άνοιξη –ή καλύτερα την προϋποθέτει ως υποκείμενη θεραπεία. Αρρώστια να μη ρίχνεσαι στον κίνδυνο –και τις μεταβολές.
Τα μαρμαρένια αλώνια είναι ένα λιβάδι παπαρούνες. Ο Διγενής –όσο κόκκινος– μαραίνεται. Το αίμα εκτείνει την προοπτική των σπόρων.
Ρίγος και θάνατος η Άνοιξη. Σαν τα σκουλήκια στο στόμα των νεαρών χελιδονιών.
Οὐκ ἄν εἴη ἔαρ, εἰ μὴ συντρίβοι. Οὐκ ἄν εἴη ἔαρ, εἰ μὴ συντρίβοιτο.
Δεν είναι Άνοιξη, αν δεν συντρίβει. Δεν είναι Άνοιξη, αν δεν συντρίβεται.
Άνοιξη είναι το διά του φωτός σκότος
ο διά του σκότους φωτισμός.
Άνοιξη είναι ο διά της ζωής θάνατος
η διά του θανάτου ζωή.
Κ.Κ. 22-04-’23
Ο αμάραντος
Ανήμερα Πάσχα στο αμάξι ψάχναμε τραγούδια στο ραδιόφωνο. Μόλις τέλειωσε ο «αμάραντος», η παραγωγός άρχισε να αραδιάζει τα του δεντρολίβανου. Τον βάζουμε, έλεγε, στα μνήματα για να μην ξεχνάμε τους νεκρούς.
Θυμήθηκα το δεντρολίβανο της μάνας. Όλο το μνήμα έπιασε. Οι εργάτες βρίζανε στην εκταφή. Όταν άλλαξε τραγούδι ο σταθμός, η συμβία μου με ρώτησε αν νιώθω την ανάγκη να πηγαίνω στο μνήμα του πατέρα.
Την άλλη μέρα, πήγαμε μαζί στο πατρικό μου. Ανοίγω το ψυγείο και βρίσκω τα ρούχα του πατέρα βρώμικα και πατικωμένα στα συρτάρια για τα φρούτα. Προσπάθησα να του εξηγήσω. «Σμαρούλα, από βραδύς να με ετοιμάσεις τα ρούχα μου! Διπλανάσταση αύριο», μου απάντησε.
Παράφαγα. Κι ας έλεγα ότι μου ’πεσε βαρύ το κατσίκι. Όσο γι’ αυτά τα γραφτά, κανένα δεντρολίβανο δεν ποτίζουν.
Η αλήθεια –αμάραντη– είναι τι κάνεις όσο είναι ο άλλος ζωντανός.
Κ.Κ. 17-04-’23
Ο παπάς
Είναι ένας παπάς. Σε νησί. Λιγάκι μέθυσος. Μαλώνει στο καφενείο για τα ποδοσφαιρικά. Ό,τι σκέφτεται το λέει.
Τις προάλλες, τρεις η ώρα το χάραμα, χτυπάει τις καμπάνες. Οι επίτροποι άρον άρον στην εκκλησία. Γυρνάνε στα σπίτια τους βρίζοντας. Λένε πώς θα γίνει να τον ξυρίσουν.
Την άλλη μέρα τελειώνει όπως όπως τα αγιωτικά και τρέχει, όπως πάντα, στα χωράφια. Γιος αγρότη και γεροδεμένος. Του αρέσει να βοηθάει τους μικρούς. Κάποιοι τον αποπαίρνουν για τα χθεσινοβραδινά. Άλλοι τον δέχονται. Αρπάζει το τσαπί χαμογελώντας. Βρίζει τους Φαρισαίους. Ο ιδρώτας του κολλάει στο ράσο.
Το απόγευμα βρίσκει τους επίτροπους μαζεμένους στην εκκλησία. Του λένε για τα χωράφια, για τις καμπάνες αξημέρωτα. Το θέμα του έφτασε, λένε, στον μητροπολίτη.
***
Ο παπάς χτυπούσε τις καμπάνες για βοήθεια. Σκυλοπνίχτης από απέναντι –τα γνωστά. Ίσα να χαλάν οι επίτροποι τον ύπνο.
Αυτός ο παπάς είσαι εσύ. Όταν ήσουν παιδί. Όπως κι εγώ.
Τώρα τα κουτσοβόλεψα. Επίτροπος πια.
Για σένα δεν ξέρω.
Κ.Κ. 14-04-’23
εκεί που κάποτε σε κέντησε ο Ρωμαίος στρατιώτης
εκεί που φώλιασε ο δαίμονας
Καζάλε Μονφεράτο
Τάραντας
Πιομπίνο
βιομηχανικά εργοτάξια
η ιταλική οικονομική έκρηξη
η ίνα αμιάντου στον θώρακα
τώρα εδώ
καρφωμένος
με μια σκουριά δίχως ζάφτι
με τη μορφίνη στερνή σου σύντροφο
με το σφυροδρέπανο να σε περιμένει στο μνήμα
πες μου
working
class hero
πότε θ’ αναστηθείς
πότε θα σε δω καβαλάρη
στα ουράνια λιβάδια
των σπαγγέτι γουέστερν
K.K. 13-04-’23
Mathis Gothart
Grünewald, Η μικρή σταύρωση, 1511-1520
Διάρκεια
Επιμονή –όχι παραίτηση. Εργάζεται πάνω μας ο χρόνος. Τον λατρεύουμε σαν μωρό και ομνύουμε στη διάρκεια.
Τ’ άγριο γένι του Παντοκράτορα κρύβει πάντα μια αφοπλιστική ομορφιά.
Στην απομόνωση, κάθε μεσημέρι, από μια τρύπα τρία κελιά μπροστά, μπαίνει ήλιος. Δύο λεπτά αυτό. Η γκάβλα κι η διάρκεια πάντοτε αναλογούσαν αντιστρόφως.
Ο χρόνος μας εκ γενετής πεπερασμένος. Μόνη ατραπός προς τη διάρκεια η των στιγμών έκτασις.
Έρως Προκρούστης.
Το άπειρο ορίζεται δια του πεπερασμένου. Έτσι η ζωή υφίσταται χάριν ενός στημένου παιγνίου ορισμών.
Ουδείς άδακρυς ενώπιον της διαρκείας. Στους αλμυρούς μας οφθαλμούς η απεραντοσύνη.
Ερχόμαστε από τη θάλασσα.
Κ.Κ. 04-’23
Η εικόνα διαδικτυακό αλίευμα.
Θά ’ρθεις
θά ’ρθεις
ξανά
όπως πάντα
με τα μάτια σου ντυμένα
τον ίμερο
με τα χείλη σου γραμμένα
τον μύθο
με τους ώμους σου κεντημένους
ουρανό
θά ’ρθεις να με ρημάξεις
πώς ρημάζει με το βαριό
ο γύφτος το σίδερο στ’ αμόνι
κι εγώ
θα δοθώ ολόσωμος
σ’ αυτήν την καταστροφή
θα χαλάω με λύσσα
το λαμπρό μου οικοδόμημα
θα ξεπατώνω δοξαστικά
τη φύτρα
του ανεπανάληπτου εαυτού μου–
άλλο δεν είναι στη ζωή
παρά να κατεβαίνεις
κάθε μέρα
ζωντανός
Ορφέας
στον Άδη
Κ.Κ. 27-02-’23
κι έπειτα
είναι κι εκείνη η αγωνία
–που θα την έλεγες και μανία ιερή–
να τελειώνουμε με την ενοχή
έτσι παίρνουμε το καλό μας τετράδιο
καθαρογράφουμε τα λάθη μας
–εκατό φορές το καθένα
όπως στο δημοτικό–
τα διαβάζουμε φωναχτά στον άνεμο
κι αμολάμε καλούμπα
πολύχρωμες οι αμαρτίες μας
καταμεσής στον ουρανό
αυτές
θα μας σηκώσουν
Κ.Κ. 27-02-’23