Ο παπάς
Είναι ένας παπάς. Σε νησί. Λιγάκι μέθυσος. Μαλώνει στο καφενείο για τα ποδοσφαιρικά. Ό,τι σκέφτεται το λέει.
Τις προάλλες, τρεις η ώρα το χάραμα, χτυπάει τις καμπάνες. Οι επίτροποι άρον άρον στην εκκλησία. Γυρνάνε στα σπίτια τους βρίζοντας. Λένε πώς θα γίνει να τον ξυρίσουν.
Την άλλη μέρα τελειώνει όπως όπως τα αγιωτικά και τρέχει, όπως πάντα, στα χωράφια. Γιος αγρότη και γεροδεμένος. Του αρέσει να βοηθάει τους μικρούς. Κάποιοι τον αποπαίρνουν για τα χθεσινοβραδινά. Άλλοι τον δέχονται. Αρπάζει το τσαπί χαμογελώντας. Βρίζει τους Φαρισαίους. Ο ιδρώτας του κολλάει στο ράσο.
Το απόγευμα βρίσκει τους επίτροπους μαζεμένους στην εκκλησία. Του λένε για τα χωράφια, για τις καμπάνες αξημέρωτα. Το θέμα του έφτασε, λένε, στον μητροπολίτη.
***
Ο παπάς χτυπούσε τις καμπάνες για βοήθεια. Σκυλοπνίχτης από απέναντι –τα γνωστά. Ίσα να χαλάν οι επίτροποι τον ύπνο.
Αυτός ο παπάς είσαι εσύ. Όταν ήσουν παιδί. Όπως κι εγώ.
Τώρα τα κουτσοβόλεψα. Επίτροπος πια.
Για σένα δεν ξέρω.
Κ.Κ. 14-04-’23
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου