Όποιος ελεύθερα συλλογάται, συλλογάται καλά.

Παρασκευή 11 Οκτωβρίου 2024

 


Ολόγιομος

 

είναι κάποιος

μαζί του παίζουμε κρυφτό

σαν το φεγγάρι

πίσω απ’ τα σύννεφα

 

μια μέρα

ολόγιομος

θα λάμψει

 

Κ.Κ. 12-10-’24


Παρασκευή 13 Σεπτεμβρίου 2024



Σκιές

 

αίμα σφαγμένο σε λευκό τραπεζομάντιλο

οι ανταύγειες των κερμάτων στο τραπέζι

οι σκιές και το σκοτάδι

καμιά προδοσία

ανέξοδη

 

Κ.Κ. 14-09-’24


Σάββατο 7 Σεπτεμβρίου 2024

 




μοιράδι

 

παίζουμε όλοι

–ο καθείς βεβαίως χωριστά–

στο ίδιο στημένο παιχνίδι

με τον ίδιο αδιόρατο αντίπαλο

 

απ’ το ατομικό μας σκορ συνάγεται

ότι οι διαθέσεις του

απλώς

ποικίλουν

 

Κ.Κ. 07-09-’24

Η φωτό από το διαδίκτυο

Παρασκευή 23 Αυγούστου 2024

 


Μέριλιν

 

Να σηκώσει λέει έναν αέρα

να μας φουσκώσει τα μυαλά μπαϊράκι

σαν το φουστάνι της Μέριλιν

να πετάξουμε μακριά από λέξεις όπως

λευκά είδη

παράλληλη σχέση

ασφάλεια καταθέσεων

 

κι έτσι αερόστατοι

κι ασύνοροι

-αζάλιστοι ωστόσο και στοχαστικοί-

να ορκιστούμε ο ένας στον ίλιγγο του Άλλου

και στης στιγμής την ιερή καταστροφή.

 

 

«Άντε καληνύχτα τώρα μωρό μου» μου ψιθυρίζεις. «Αύριο Κυριακή. Διπλό μεροκάματο.

Τετάρτη λήγει η δόση του στεγαστικού.»

 

Κ.Κ. 12-08-’24

 

Σάββατο 3 Αυγούστου 2024

 


Όταν χαμογελάς

 

Όταν χαμογελάς

χλωμιάζουν οι σκιές ανάμεσά μας

και κατεβάζουν τ’ αυτιά

ίδιο σκυλί

 

όταν

 

Κ.Κ. 03-08-2024


Σάββατο 20 Ιουλίου 2024

 


Πυθίες

 

Θέρος βαθύ. Το τραγούδι του τζίτζικα μέσα στην πάσα νύχτα. Λίβας. Ένα φεγγάρι σταυρώνεται στον ουρανό.

Μέρα τη μέρα σκληραίνουμε σ’ αυτήν την έρημο. Το δέρμα μας αγκάθι ανελέητο. Ο καθείς και η δεξαμενή του. Πυθίες όσοι προφήτεψαν την ξηρασία του μέλλοντος.

 

Κ.Κ. 21-07-’24

Κυριακή 30 Ιουνίου 2024

 


Κυρά του απομεσήμερου

 

Είπα θα σε ξεχάσω πια

για τα καλά

αλλά πρόβαλες πάλι μέσ’ απ’ τα κύματα

κυρά του απομεσήμερου

κι η γητειά σου μ’ αγκάλιασε

οι αμμούδες σου μου γιάνανε τα μάτια

οι θάλασσές σου ανάστησαν τον κόσμο μου

 

Κυρά του απομεσήμερου

σπυρί σπυρί φεγγοβολάει τ’ αλάτι σου

μέσα στα σχίνα σου λιμπίστηκα για πρώτη φορά το καλοκαίρι

μες στις αυλές σου κρυφάκουσα την προσφυγιά

μες στα σοκάκια σου περπάτησα τη ζωή μου

 

Κυρά του απομεσήμερου

πόσους όρκους ακόμη για σένα

 

πετράδι μου

παιδική μου αγάπη

ρόδο αμάραντο

 

Κ.Κ. 30-06-’24

Σάββατο 15 Ιουνίου 2024

 

                         

Πες κάτι


- Πατέρα, πες κάτι. Όλο εγώ μιλάω.

Με κοιτάζει κατάματα -πράγμα σπάνιο- και λέει:

- Δεν έχω τίποτα να πω.

 

Τη σπούδασα αυτή τη σιωπή. Όσο ζούσε.

Τώρα έρχεται στα όνειρα.

 

Ενύπνιο πρώτο

 

Με κοιτάζεις κατάματα.

 

«Αυτό το λιβάδι

το βόσκουμε όλοι

με μια λαχτάρα

βαλμένη στα κόκαλα

 

και μια ημερομηνία

γραμμένη στο δέρμα

με πυρωμένο σίδερο»

 

διαβάζω στα μάτια σου.

 

Ενύπνιο δεύτερο

 

Από την άλλη όχθη με χαιρετάς δοξαστικά.

Μαλλί κατράμι, κόκκινο μάγουλο,

νιάτα σαν πρώτα.

 

«Λάθος κατάλαβες»

μου λες.

«Η σιωπή

διαβάζεται στα κόκαλα.

Μη φοβάσαι.

Ζήσε.»

 

Ύστερα μπαίνεις στο νερό

και στοιχειώνεις το γεφύρι.

 

Κ.Κ. 19-06-’24

Η φωτό είναι του Argiriskaramouzas 


Πέμπτη 13 Ιουνίου 2024

 


Μικροχαρές

 

Πρώτο μπάνιο σήμερα. Βουτάω. Έρχεται στην παραλία ένα ζευγάρι. Η γυναίκα πέριξ των 45, κουκλάρα, με μακρύ εντυπωσιακό μαλλί και σώμα εικοσιπεντάχρονης, γραμμωμένο. Γυμνάστρια υπέθεσα.

Βγάζει δύο ρακέτες και ένα φτερό του μπάντμιντον. Δεν κατάφεραν να παίξουν. Είχε αεράκι. Το γλέντησαν όμως μια χαρά.

Πήρε ύστερα ο άντρας το καρεκλάκι, το πήγε εκεί που σκάει το κύμα. Κάθισε, έβγαλε το τεχνητό μέλος και το έστησε δίπλα, όρθιο στην άμμο. Σύρθηκε λίγο λίγο και μόλις μπήκε για τα καλά στο νερό άρχισε τις απλωτές.

Το καρεκλάκι ένα μπόι με το πόδι.

«Ο μόνος αρτιμελής της παραλίας», σκέφτηκα αργότερα, καθώς έβγαινε απ’ το νερό χαμογελώντας.

 

Κ.Κ. 13-06-’24

Παρασκευή 7 Ιουνίου 2024

 


Το πετσί

 

1

-     Ρε συ, είναι δικός μας, είσαι σίγουρος, έτσι;

-     Μόνο δικός μας, ρε; Πετσί σού λέω!

-     Σίγουρα πράματα, έτσι;

-     Δεν καταλαβαίνεις, ρε μαλάκα;

-     Καλά. Όπως είπαμε τότε. Το απόγευμα.

 

2

-     Μάνα, θα βγω βόλτα με τα παιδιά.

-     Όλο βόλτες είσαι τώρα τελευταία.

-     Μην αρχίσεις! Έτσι κι αλλιώς δε θ’ αργήσω.

-     Καλά. Να προσέχεις!

 

3

-     Μια ζωή φλώρο και μπούλη τον φωνάζαμε στη γειτονιά. Στο σχολείο πέρασε ζόρικα. Ύστερα τον πλεύρισαν αυτοί και το κόψαμε.

 

4

-     Ήμουνα έτοιμος για τη φάση, φτιαγμένος, καταλαβαίνεις; Αλλά μόλις τον είδα πώς με κοιτούσε… Μου ήρθανε τα δικά μου απ’ το σχολείο. Σα να μου ανοίξανε ξαφνικά τα μάτια.

 

5

-     Βοήθεια!!!

-     Ψόφα τώρα! Σκύλε! Εσύ με πήρες στον λαιμό σου!

 

6

-     Εσείς, πώς και δεν του ορμήξατε;

-     Πήρε μυρωδιά ένας περαστικός και πετάχτηκε. Ούτε και ξέρω πώς βρέθηκε εκεί. Ψιλοερημιά ήτανε. Ύστερα το βάλαμε στα πόδια, όπως κι οι άλλοι. Μείνανε μόνο οι τρεις τους, ο φονιάς, ο σκοτωμένος κι ο περαστικός.

-     Αρχηγός ποιος ήταν;

-     Ο σκοτωμένος.

-     Εσύ τι σχέση είχες μαζί του;

-     Κι εμένα αυτός μ’ έβαλε στο κόλπο. Τα χέρια του δεν τα λέρωνε ποτέ. Έβαζε μπροστά τα κορόιδα. Κοιτούσαμε να τα ’χουμε καλά. Ήταν μουλωχτός.

-     Τον φονιά τον ήξερες καλά;

-     Καινούριος ήταν. Στο σχολείο τον είχαν του κλώτσου και του μπάτσου. Ύστερα τον πλευρίσαμε εμείς. Άλλος άνθρωπος έγινε. Θηρίο ανήμερο. Πετσί.

 

7

-     Δεν πίστευα στα μάτια μου. Εκεί που ερχότανε καταπάνω μου, ξαφνικά γύρισε απότομα σ’ έναν δικό τους και τον μαχαίρωσε. Αυτός ίσα που πρόλαβε να φωνάξει βοήθεια. Έτρεξε ένας περαστικός να τον σώσει αλλά δεν τα κατάφερε. Αλλά κι οι δικοί του δεν έκαναν τίποτε. Το βάλανε στα πόδια.

 

8

-     Σχόλασα αργά. Περπατούσα για το σπίτι και σιγά-σιγά νύχτωνε. Ο κόσμος μαζευόταν σπίτια του. Άκουσα κάποιον να φωνάζει βοήθεια. Έτρεξα αλλά δεν πρόλαβα. Είχε γίνει το κακό. Οι υπόλοιποι σκορπούσανε. Το θύμα μες στα αίματα. Ο φονιάς πέταξε το μαχαίρι και ζάρωσε σε μια γωνιά. Πήρα αμέσως τηλέφωνο την αστυνομία. Ήρθανε σε πέντε λεπτά.

 

9

-     Ξέρατε ότι ο γιος σας είχε τέτοια μπλεξίματα;

-     Από μικρό τον είχανε όλοι στην καζούρα. Σα πληγωμένο πουλί ήτανε. Ο πατέρας του φευγάτος… Προσπαθούσα να είμαι δίπλα του αλλά δεν ανοιγόταν. Ύστερα απ’ τη μια μέρα στην άλλη έγινε άλλος άνθρωπος. Το βλέμμα του με τρόμαζε. Πολλά έβαζα με τον νου μου αλλά δεν πίστευα ότι θα έφτανε ως εκεί.

-     Το θύμα το γνωρίζατε;

-     Ήτανε στο ίδιο σχολείο. Από το Γυμνάσιο ακόμα πρέπει να στρίμωχνε τον δικό μου και να του ’κανε τη ζωή δύσκολη. Τώρα στα τελευταία όλο πάρε-δώσε και κολλητιλίκια. Μπήκε δυο-τρεις φορές και στο σπίτι. Τα μούτρα του δε μ’ αρέσανε καθόλου. Ο δικός μου μπροστά του στεκότανε κλαρίνο. Θεό τον είχε.

 

10

-     Είχατε υπόνοιες ότι η ζωή του γιου σας κινδυνεύει;

-     Είχα καταλάβει ότι ήταν μπλεγμένος. Το ’νιωθα ότι δε θα του ’βγαινε σε καλό. Αλλά ο άντρας μου δεν άκουγε τίποτε. «Καλύτερα νταής παρά δαρμένος. Ξέχασες τι πέρασε στο δημοτικό; Η ζωή είναι ζούγκλα. Μόνο οι δυνατοί επιβιώνουν.» Τέτοια άκουγε το παιδί. Έπειτα το βρήκε μπόσικο κάποιος και το ψάρεψε. Ποιος να το ’λεγε ότι θα γινόταν και αρχηγός. Γραμμένο του λες ήταν.

 

11

-     Τη μάνα του φονιά τη γνωρίζατε;

-     Προσωπικά όχι. Την είχα δει στο σχολείο που ήτανε μικρά κάποιες φορές. Δεν είχα τίποτε με τη γυναίκα. Αλλά μάνα είμαι κι εγώ. Θόλωσε το μυαλό μου. Νόμιζα που με το αίμα της θα ’ρχόταν το παιδί μου πίσω.

 

[Επιλεγμένα αποσπάσματα από επινοημένο φάκελο ανάκρισης για διπλή ανθρωποκτονία.]

 

Κ.Κ. 30-05-2024

Παρασκευή 31 Μαΐου 2024

 


Το νυφικό

 

1

-     Όχι αυτήν! Την άλλη σου είπα.

Το πρωί ο φύλακας ανοίγει την πόρτα και λέει:

-     Καλημέρα.

Η Σεβαστή 18 χρονών.

-     Σε θέλουνε στη Διεύθυνση.

-     Τι έγινε Σεβαστή; Αναβλήθηκε;

-     Την άλλη σου είπα να φέρεις, τη Νίτσα την Παπαδοπούλου.

-     Όχι Νίτσα, δεν αναβλήθηκε. Έκαναν δήθεν λάθος, για να μου σπάσουν τα νεύρα.

-     Σεβαστούλα, στο καλό!

 

2

Η Νίτσα φορά το νυφικό κι αποχαιρετά τη Σεβαστή.

       Σπυρί σπυρί σκάει το ρόδι.

 

3

Το πρωί ο φύλακας ανοίγει την πόρτα και λέει:

-     Καλημέρα.

Τα ξημερώματα, στις 4.00 ανοίγει την πόρτα και λέει:

-     Ντύσου. Σε θέλουνε στη Διεύθυνση.

 

4

Ο βασιλικός επίτροπος τού νεύει να πλησιάσει. Του ψιθυρίζει στ’ αυτί.

 

5

«Θα μου το δώσεις;», ρωτά η Νίτσα.

 

6

«Ντύσου. Σε θέλουνε στη Διεύθυνση». Στις 4.00. Κάθε που οργάζει το σκοτάδι. «Επέσατε θύματα».

 

7

Η Νίτσα καθηγήτρια. Νέα κι όμορφη.

Ο φύλακας ανοίγει την πόρτα και λέει:

-     Σεβαστή Θεοφανίδου, σε θέλουνε στη Διεύθυνση.

 

Η Σεβαστή φορά το νυφικό κι αποχαιρετά τη Νίτσα.

«Σήμερα γάμος γίνεται».

 

8

Ο βασιλικός επίτροπος μπαίνει στο γραφείο.

-     Αρχιφύλαξ!

-     Διατάξτε!

Από τα κελιά κραυγές, τραγούδια. Ο εθνικός ύμνος.

Του νεύει να πλησιάσει. Του ψιθυρίζει στ’ αυτί:

-     Όχι τη Θεοφανίδου, την άλλη σου είπα να φέρεις, τη Νίτσα την Παπαδοπούλου.

 

9

Το Γεντί Κουλέ είναι φρούριο.

       Σεβαστή και Νίτσα. Στο ίδιο κελί.

 

10

Τα ξημερώματα, στις 4.00, ο φύλακας ανοίγει την πόρτα και λέει:

-     Ντύσου. Σε θέλουνε στη Διεύθυνση.

 

Σιγή ασυρμάτου.

 

11

Η απόφαση του Στρατοδικείου ορίζει: «Εκτέλεση την τρίτη μέρα μετά την καταδίκη». Κάθε μέρα μετά την τρίτη μέρα.

 

12

Η Σεβαστή φορά το νυφικό, αποχαιρετά τη Νίτσα και τους άλλους μελλοθάνατους. Κραυγές, τραγούδια, συνθήματα. Ο εθνικός ύμνος. «Σήμερα γάμος γίνεται». Το «Επέσατε Θύματα».

-     Σεβαστούλα, στο καλό!

 

13

Η Σεβαστή νύφη έξω από το γραφείο της Διεύθυνσης. Ο βασιλικός επίτροπος, ο διευθυντής, οι φύλακες, οι θανατοποινίτες, το απόσπασμα.

 

Σιγή ασυρμάτου.

 

14

Ο ηλικιωμένος φύλακας ανοίγει την πόρτα. Η Σεβαστή μπαίνει στο κελί.

-     Όχι Νίτσα, δεν αναβλήθηκε. Έκαναν δήθεν λάθος, για να μου σπάσουν τα νεύρα και να υπογράψω δήλωση.

Ο φύλακας λέει:

-     Εσένα, παιδί μου Νίτσα, θέλουν στη Διεύθυνση.

Η Νίτσα αγκαλιάζει τη Σεβαστή. Της ψιθυρίζει στ’ αυτί:

-     Ποιος στο ’φερε;

-     Εγώ το ζήτησα. Η πεθερά μου. Για να πεθάνω νύφη.

-     Θα μου το δώσεις;

 

15

4.30 πρωινή. Οργάζει το σκοτάδι. Το νυφικό φεγγάρι. Το απόσπασμα παρουσιάζει όπλα. Σπυρί σπυρί σκάει το ρόδι. Η νύφη κόκκινη.

 

16

Η Σεβαστή στο κελί περιμένει. Την ίδια ώρα. Κάθε ξημέρωμα.

 

 

* «Σε αυτήν τη χώρα λειτουργούν ιδιαζόντως σκοτεινές δυνάμεις και σχεδόν το μόνο μέσο αποτροπής τους είναι το Έκτακτο Στρατοδικείο».

PRO FO (Foreign Office) 371/67076 R 10153, «Γενικό Προξενείο Θεσσαλονίκης προς Αθήνα», 7 Ιουλίου 1947


Κ.Κ. 31-05-'24

Παρασκευή 24 Μαΐου 2024

 


Επίγραμμα

 

Πόσο σε πόθησα

ένας θεός μόνο το ’ξερε.

Εκείνος που εκλιπαρούσε

άρον άρον

να γίνει θνητός.

 

Ήθελε

πρώτος

λέει

να πεθάνει για σένα.

 

Κ.Κ. 24-05-’24

Η φωτό δική μου. Αντίγραφο ρωμαϊκού γλυπτού.

Σάββατο 18 Μαΐου 2024

 


Άνοιξη

 

Βογκούν οι επιθυμίες μας,

όπως οι μέλισσες

κάτω απ’ τις φλαμουριές τον Μάη.

 

Όλο τον χρόνο

Άνοιξη η ψυχή.

 

Κ.Κ. 19-05-’24

Κυριακή 12 Μαΐου 2024

 

23-10-1943

 

Το σπίτι είναι στην πάνω πλευρά του χωριού, κάτω ακριβώς απ’ την εκκλησία του Αη Νικόλα. Στέγη πεσμένη, τοίχοι μισογκρεμισμένοι, δυο - τρία παράθυρα να χάσκουν, στόματα ανοιχτά.

Κι όμως, εδώ έζησαν ο Κωνσταντής ο Κατσήδερος κι η γυναίκα του, η Λένη, άνθρωποι που κοιτάζονταν στα μάτια.

Φλεβάρης του ‘43 ήτανε, ενός μηνός έγκυος εκείνη στο δεύτερο παιδί, όταν ο Κωνσταντής βγήκε στο κλαρί. Τον πήρε ο Άρης αγγελιοφόρο. Τσοπάνος, τα βουνά τα ‘χε βιβλίο ανοιχτό. “Αγριοκάτσικο”, έτσι τον φώναζε ο καπετάνιος.

Είκοσι δύο Οκτωβρίου πήρε μήνυμα από έναν σύνδεσμο δικό τους, χωριανό. “Να σου ζήσει. Γιος.”. Παρουσιάστηκε στον καπετάνιο και γύρεψε άδεια.

 

Τα υπόλοιπα είναι γνωστά.

Ο χωριανός είχε πάει με τον Ζέρβα και χόρταινε τις λίρες των Άγγλων. Οι Γερμανοί περιμένανε τον Κωνσταντή στην εκκλησία. Το τουφεκίδι ξύπνησε το μωρό κι ο αντάρτης άκουσε το κλάμα του, καθώς ξεψυχούσε. Τον παράχωσαν κακήν κακώς.

Τη Λένη μήτε στην κηδεία δεν την αφήσαν. Τις μέρες εκείνες ξεκίνησαν οι μάχες ανάμεσα στον ΕΛΑΣ και στον ΕΔΕΣ. Έσταζαν οι ρώγες της γάλα, όταν πήρε τα παιδιά και κατέβηκε τρεμάμενη σε κάτι συγγενείς της στα Γιάννενα. Έζησαν.

Μόλις αναγνωρίστηκε η Εθνική Αντίσταση, στον Αη Νικόλα, στην κάτω γωνία της αυλής, τα παιδιά έχτισαν τσιμεντένιο εκκλησάκι. Έβαλαν και μπρούτζινη επιγραφή, σφυρήλατη, με τα χέρια τους φτιαγμένη:

“ΑΝΑΓΕΡΘΕΝ ΔΑΠΑΝΗ ΑΔΕΡΦΩΝ ΚΑΤΣΗΔΕΡΟΥ

ΕΙΣ ΜΙΜΗΝ ΤΟΥ ΠΑΤΡΟΣΤΩΝ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ

ΦΟΝΕΥΘΕΝΤΟΣ ΥΠΟ ΤΩΝ ΓΕΡΜΑΝΩΝ

23 ΟΚΤΏΒΡΙΟΥ 1943”

Αγράμματα παιδιά, φτώχεια καταραμένη. Το εκκλησάκι το ’φτιαξαν, το πατρικό έμεινε να ρημάζει.

Ήρθε όμως ένα δέντρο, το πιο ψηλό, το πιο όμορφο σ' όλο το χωριό και ρίζωσε δίπλα στο ρημάδι, ποτισμένο θαρρείς με τα δάκρυα της Λένης και με το αίμα του Κωνσταντή.

Στη σκιά του εμφανίζεται, λένε, κάθε 23η του Οκτώβρη ένας αντάρτης με κέρατα. Πηγαίνει στη γωνιά της αυλής του Αη Νικόλα, ανάβει το καντήλι του Κωνσταντή κι ανηφορίζει, ώσπου χάνεται, ίδιο αγριοκάτσικο, στα βοσκοτόπια των Καλαρρυτών.

 

Κ.Κ. 06-05-2024

 

Σάββατο 11 Μαΐου 2024

 


Η δικαία χειρ

 

«Πέρκου στα βλάχικα είναι οι φακίδες. Κι ο Γιωργούλας ο Μπέρκος, βλάχος από τους Καλαρρύτες, ήτανε όνομα και πράμα, χάρτης κανονικός.

Όμως το μεγάλο του κουσούρι ήταν άλλο. Όταν ζοριζόταν, κεκέδιζε. Και τα παιδιά στο χωριό δεν τα συγχωρούσανε κάτι τέτοια. Με καζούρα και χοντρά αστεία μεγάλωσε ο Γιωργούλας, ώσπου στο φανταρικό, όπως λέγανε οι άλλοι του χωριού, σιγά σιγά άντρεψε κι έμαθε να κόβει μαχαίρι τον βήχα του καθενός. Είχε γίνει στο μεταξύ θηρίο κανονικό.

Ζωντανά δεν είχε η οικογένεια, από παλιό σόι εμπόρων η φύτρα του, όταν απολύθηκε άνοιξε το μπακάλικο στο χωριό. Είχανε κάτι λίγες οικονομίες οι δικοί του, βαστούσε τότε ακόμη κι η πίστη, το εμπόρευμα το πήρε δίνοντας τα χέρια με τους προμηθευτές. Ήτανε προκομμένος και τίμιος. «Η δικαία χειρ», έτσι το έβγαλε το μαγαζί. Όσοι τάχα πονηρεύονταν, αυτό το παίρνανε για μπηχτή για τον άλλο μπακάλη –έκλεβε, λέγανε, στο ζύγι.

Νύφη δε βρέθηκε για τον Γιωργούλα, τον κυνηγούσε πάντα που ήτανε κεκές. Φρόντιζε όμως τους δικούς του. Σα μωρά τούς είχε, μέχρι που συχωρέθηκαν κι αυτοί κι απόμεινε κούτσουρο. Άδεια αγκαλιά τα χέρια του, το στόμα του από χρόνια κλειστό, μόνο όταν κερνούσε σοκολάτες τα μικρά παιδιά στο μπακάλικο φώτιζε κάπως το πρόσωπό του.

 

Τον Δουρούτη τον ψάχνανε χρόνια. Βγήκε για βοσκή και δε γύρισε ποτέ. Τι κι αν πήγανε καταπόδι οι άλλοι τσοπάνηδες με τα σκυλιά, να μυρίσουν, τίποτε δε βρέθηκε. Άνοιξε θαρρείς η γη και τον κατάπιε.

 

Πέρασαν τα χρόνια, εξηνταρίσαμε. Ο Γιωργούλας έπεσε βαριά στο στρώμα. Τον φρόντιζαν κάτι μανιές αλλά η αρρώστια δεν χαμπάριαζε. Στα τελευταία του με γύρεψε. Η ψυχή του να βγει απ’ το κεκέδισμα. Πώς μου τα ’πε, Κύριος οίδε.

-     Απ’ την αρχή το ’ξερα, Γιωργούλα. Και το μπακάλικο μόνο εγώ κατάλαβα γιατί το ’βγαλες έτσι. Σαράντα χρόνια τώρα μαζί το κουβαλάμε το κρίμα. Μη κοιτάς που δε μίλησα. Μου ’χε, βλέπεις, κάνει και μένα τη ζωή κόλαση ο μπάσταρδος. Τουλάχιστον εσύ εξομολογήθηκες. Εμένα να δω, παπάς άνθρωπος, ποιος θα με συχωρέσει.

 

Έτσι του τα ’πα, παπά μου. Το δικό μου το ράσο το μαγάρισα. Κοίτα τουλάχιστον να κρατήσεις καθαρό το δικό σου. Θεός μάς βλέπει.»

 

Κάπως έτσι μου τα ’πε, αστυνόμε. Κάνε δουλειά σου τώρα. Όλους Θεός μάς κρίνει.

 

Κ.Κ. 12-5-’24