Όποιος ελεύθερα συλλογάται, συλλογάται καλά.

Παρασκευή 29 Ιουλίου 2022

 


Η δική μου Αμμουλιανή

 

Η δική μου Αμμουλιανή είναι ένα δίπατο σπίτι του εποικισμού, εργολαβικό, χτισμένο το 1925. Τα βράδια ο παππούς ο Κώστας το σηκώνει ψηλά στον ουρανό και το προσγειώνει μαλακά στ’ αμπέλια της πατρίδας του, της Γαλλιμής, στο νησί του Μαρμαρά, στην Προποντίδα. Η γιαγιά μου η Δοξούλα τον μαλώνει, γιατί κάτι τέτοια είναι αμαρτία και μόνο ο Θεός μπορεί και τα κάνει. Αλλά ποιον ακούει ο παππούς; Αρπάζει την τσάπα, ιδροκοπά και ξυπνάει τ’ άλλο πρωί μαστουρωμένος, σνιφάροντας γαλλιμίτικο φρεσκοσκαμμένο χώμα. Βρίσκει τη γιαγιά με το τσιγκελάκι να πλέκει τις προσευχές της σεμεδάκια και να ποτίζει τα λουλούδια στην πάνω γωνιά της αυλής. Πέντε αγόρια με τα κοντοβράκια χειμώνα καλοκαίρι είναι μες στα φουστάνια της και διαρκώς πεινάνε. Εγώ είμαι στο καμαράκι, στην αγαπημένη μου στάση, ξαπλωμένος ανάσκελα ν’ ακούω τα τζιτζίκια που τραγουδάνε απ’ το πρωί και να βλέπω αρμαθιές με κάτι τεράστιους σπάρους κρεμασμένους απ’ τα δοκάρια της οροφής. Βάζω τη μάνα να μου τους τηγανίσει. Σπαρταράνε μισοζώντανοι μέσα στο λάδι που τσιτσιρίζει. Έχω το όνομα του παππού. Σνιφάρω την αιθάλη της ημιυπόγειας προσφυγικής κουζίνας.

Μου αρέσει που δεν έχει ρεύμα το σπίτι στην Αμμουλιανή. Τα βράδια ανάβουμε λάμπες πετρελαίου και καθόμαστε για δροσιά στην εξωτερική σκάλα με τις θείες και τα ξαδέρφια μου. Τις άφεγγες νύχτες μαύρη πίσσα κολλάει στον δρόμο. Περνά τότε ο Θεοδόσης με το χειμωνιάτικο παλτό του κουμπωμένο κατακαλόκαιρα. Αν δεν τρώμε το φαΐ μας θα μας αρπάξει. Με το φεγγάρι, ο Άθως υψώνεται πάνω απ’ τα νερά. Κρυφό μυστήριο.

Τα πρωινά η αδερφή μου κάθεται στην πίσω αυλή κάτω απ’ τη ροδιά με το δικό της τσιγκελάκι και πλέκει βαρκάδες με γκόμενους και ρουφηχτά φιλιά. Στο καμαράκι φιλοξενούμε τη φίλη της τη Λιάνα. Φοράει μπικίνι και πουκαμίσα με αβυσσαλέο ντεκολτέ. Οι σπάροι γίνονται χελιδονόψαρα και πετούν μακριά. Στα δοκάρια της οροφής προβάλλονται νυχθημερόν οι εφηβικές μου ονειρώξεις.

Όλες αυτές οι εξάψεις βέβαια αποδείχτηκε ύστερα από κάποια χρόνια πως ήταν πάνω πάνω, στον σοβά. Από κάτω η αθέατη για μας πραγματικότητα, η βεβιασμένη λήθη: «Απαίσιοι πραγματικώς είναι οι Έλληνες της Μικράς Ασίας, εκτός ελαχίστων. Επικρατεί Βενιζελισμός ογκώδης. Θα ήξιζε πράγματι να παραδώσωμεν την Σμύρνην εις τον Κεμάλ διά να τους πετσοκόψη όλους αυτούς τους αχρείους». Πρίγκιψ Ανδρέας, γράμμα στον Ιωάννη Μεταξά.

Για κάθε τέτοια παλιοκουβέντα, για κάθε τέτοιο φαρμάκι, η γιαγιά μου έχει πλέξει ένα σεμεδάκι, έχει φυτέψει ένα λουλούδι στην αυλή κι ο παππούς μου έχει ρίξει έναν κόμπο ιδρώτα στην άγονη γη της Αμμουλιανής. Και τώρα που μεγάλωσα, τώρα βαθιά καταλαβαίνω την εμμονή τους σ’ αυτές τις ατέρμονες ασχολίες που στα παιδικά μου μάτια φάνταζαν τόσο βαρετές. Ναι, η ομορφιά εξανθρωπίζει αλλά είναι εύθραυστη και θέλει πιστούς κι άοκνους υπηρέτες. Κι αν κάτι φέρουμε ως ζώσα παράδοση κληροδοτημένη από τους Μικρασιάτες προγόνους μας είναι ακριβώς αυτό, η διαρκής οφειλή μας στο ωραίο. Όχι για να καμωνόμαστε τους σπουδαίους αλλά γιατί έτσι νοηματοδοτείται η ζωή μας ή, για να το πω διαφορετικά, γιατί δεν μπορούμε να κάνουμε αλλιώς.

Το σπίτι στην Αμμουλιανή είναι νοτισμένο με τα πάθια και τους καημούς της προσφυγιάς, τη φτώχεια και την επιβεβλημένη εσωτερική μετανάστευση για τη γενιά των πατεράδων μας, τις δικές μας παιδικές κι εφηβικές μνήμες.

Τα καλοκαίρια στην πίσω αυλή τα τζιτζίκια από νωρίς κουρντίζονται ποιο θα πρωτοψάλλει την αγιοσύνη του οίκου. Δεν είναι ν’ απορείς που όλα μου τα προσκυνήματα στο ναό της Γυναίκας τα φαντάζομαι πάντοτε ανάσκελα, με το τραγούδι του τζίτζικα και κοιτώντας τα δοκάρια της οροφής στο καμαράκι. Κι ας έχω να μπω εκεί μέσα τριάντα πέντε και βάλε χρόνια.

Ίσως όμως δεν είναι μόνο το σπίτι του παππού και της γιαγιάς τέτοιο. Όλα τα σπίτια του εποικισμού, στην Αμμουλιανή και όπου αλλού, μια τέτοια παρόμοια ιστορία      -λέω- κουβαλούν. Όταν και το τελευταίο απ’ αυτά ενδώσει στη φθορά ή την επονομαζόμενη πρόοδο, τότε θα έρθει η ώρα της αυτοεκπληρούμενης προφητείας του παππού. Σ’ έναν υπερουράνιο χώρο, σε σχηματισμό όπως τα μεταναστευτικά πουλιά, τα σπίτια θ’ αρχίσουν να φτεροκοπούν όλα τις στέγες τους και με τον παππού μου πρωτολάτη θα πετάξουν στις παλιές πατρίδες.

Τα καλοκαίρια θα κουρντίζονται από νωρίς ποιο θα πρωτοψάλλει τον πρόσφυγα Άνθρωπο.

 

Κ.Κ. 07-’22

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου