Εξομολόγηση ενός κολλητού
Μ’ είχε νηστέψει η
μάνα. Τις δύο τελευταίες μέρες χωρίς λάδι. Μου το ’πε καθώς μ’ ετοίμαζε να
κοινωνήσω. Ύστερ’ από λίγο βρισκόμουν στο μπακάλικο του πατέρα.
-
Η μαμά
είπε να σου γυρέψω μετάνοια. Θα με συχωρέσεις;
-
Δε γίνεται
έτσι. Πρέπει να γονατίσεις και να μου φιλήσεις το χέρι. Πάμε πίσω.
Το πίσω ήταν ο χώρος
πίσω απ’ το ψυγείο, ένα μεγάλο ψυγείο μάρκας «Τόλης» με νοτισμένα τζάμια κι από
πάνω μια στοίβα με χαλβάδες -το οιονεί άδυτο του μαγαζιού.
Την ώρα που του φιλούσα το χέρι τα μάτια
μου καρφωμένα στη γωνιά του πάγκου, δίπλα στο ξύλο που κόβαμε το τυρί· εκεί που
είχα βρει τυλιγμένη σε μια λαδόκολλα την τράπουλα με το σκληρό πορνό.
-
Τι είναι
αυτά, μπαμπά;
-
Τίποτε.
Μου τα ’φεραν να τα δώσω σ’ ένα πελάτη.
Ακόμη αυτή η συχώρεση.
Σαράντα πέντε χρόνια πια. Δεν ξανανήστεψα. Κι εκείνος νεκρός.
Κάπως έτσι μου τα ’πε. Ε, τα ’στρωσα και λίγο συγγραφική αδεία.
Κ.Κ. 11-08-’22
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου