Το παιδί
της Παναγιάς
[Λαύρα. Οι εκδρομείς καραβιές. Οι τσιγγάνοι
στην προκυμαία. Η εμπριμέ παραλία. Οι ευλαβείς προσκυνητές. Οι πάγκοι στον
περίβολο. Οι επίσημοι. Η εποποιία του δεκαπενταύγουστου.
Δύο άντρες
συζητούν σε παραλιακό καφενείο. Ο ένας με συγγραφικές περγαμηνές, περπατημένος.
Ο άλλος λαϊκός, ξενιτεμένος χρόνια, σε θερινές διακοπές στον γενέθλιο τόπο.]
«Θεομπαίχτες!»
«Μάζεψε το στόμα σου ανόητε! Ας μην ήταν η χάρη
Της και να δεις πόσοι θα μέναμε στο δρόμο!»
«Ναι! Για σας κοιμήθηκε η Παρθένος... Για να μαζώνετε
λεφτά απ’ τα κορόιδα και να τα σκορπάτε στα ξύδια και στις γυναίκες. Οι μεγαλόσταυροι
σας μάραναν!»
-
Πάνω
κάτω έτσι εξελισσόταν ο διάλογος. Ηδονιζόμουν να τον ακούω να τους πατάει τον
κάλο. Πιο πολύ γιατί δεν του γύριζαν πίσω σχεδόν τίποτε –δεν είχαν άλλωστε, ο τύπος
ήταν καθαρός ουρανός. Αυτοί κάνανε πλάτες ο ένας του αλλουνού –ελληνική
επαρχία, αλληλεγγύη της λερωμένης φωλιάς.
Εκείνος πάλι αλληλεγγύη κανονική, άνθρωπος με
άλφα κεφαλαίο. Σχολούσε απ’ το ξενοδοχείο και γραμμή στο camp.
Εθελοντής στα μαγειρεία. Στο νησί είχαν αρχίσει από καιρό να φτάνουν οι
σκυλοπνίχτες από απέναντι.
Την
Αϊσέ –οι γονείς της μουσουλμάνοι της Συρίας– την έλεγε «παιδί της Παναγιάς». Η
μάνα της, σχεδόν γριά, άκουσε για τη μονή της Παρθένου της Σεϊντνάια, που συντρέχει
όλες τις άτεκνες, χριστιανές και μουσουλμάνες. Δύο βραδιές νυχτέρεψε μπροστά
στο εικόνισμά της κι εκείνη έκανε το θαύμα της.
Η Αϊσέ βγήκε ανατολίτισσα με παριζιάνικη
μύτη, φρύδια γραμμένα και χειλάκια για διαφήμιση. Ξύπνιο παιδί, από μικρό μέσα
σ’ όλα.
Τον πόλεμο τον μυρίστηκε από νωρίς.
Παράτησε δευτεροετής το πανεπιστήμιο, σήκωσε μικροκαταθέσεις, σκότωσε
χρυσαφικά, φίλησε μάνα και πατέρα και πήρε τον μεγάλο δρόμο. Είχαν κάτι
συγγενείς στη Γερμανία.
Τα λεφτά σώθηκαν στα μικρασιατικά παράλια. Έπεσε
στην ανάγκη των λαθροδιακινητών. Πάνω απ’ το κορμί της πέρασαν. Τα χειλάκια τα
’ραψε στο hot spot –όχι σε ένδειξη
διαμαρτυρίας, από φόβο μην της ξεφύγει κουβέντα. Μάταια όμως. Υπήρχαν
καλοθελητές –κι είχαν μάθει.
Στο camp το κακό συνεχίστηκε. Άντρες
–μικροί και μεγάλοι. Κάποιες σιωπές πληρώνονται.
Δεν εμπιστευόταν άλλον. Τον περίμενε κάθε
απόγευμα να την πάρει μαζί του στα μαγειρεία, ν’ ανασάνει. Μιλούσαν ελάχιστα.
Εκείνος είχε καταλάβει –είχε δει τα βλέμματά τους τα λαίμαργα. Είχε κάποιες
γνωριμίες στο camp, είπε να την προσέχουν.
Λάλησαν όλοι τότε: η «χριστιανογεννημένη»,
η «προδότρα του Αλλάχ», η «μαγαρισμένη».
Οι συναντήσεις στα μαγειρεία συνεχίστηκαν.
Το κορίτσι όμως έκλαιγε βουβά δάκρυα. Λέξη δεν της έπαιρνε. Ούτε αυτός ούτε οι
ψυχολόγοι των ΜΚΟ. Ύστερα μπήκε σε αγωγή βαρέως τύπου.
Σαν σήμερα τη βρήκανε. Βιασμός κατ’
εξακολούθηση και ανθρωποκτονία. Τρόμαξαν να τη γνωρίσουν. Τα σύνεργα του
εγκλήματος όλα απ’ τα μαγειρεία. Με τα δακτυλικά του αποτυπώματα.
Οι καλοθελητές κελαηδούσαν. «Σημαδεμένη»,
«Μπαστάρδικο των απίστων» και άλλα.
-
Κι
εσύ πού τα έμαθες όλα αυτά;
-
Τον
επισκέπτομαι στη φυλακή.
-
Στο
δικαστήριο τι έγινε;
-
Τους
είπε ότι τους είχε δει να τους παρακολουθούν στα μαγειρεία. Δε βρέθηκαν όμως
μάρτυρες. Κι όσο για αποτυπώματα, παντού μόνο τα δικά του. Ούτε γενετικό υλικό
ούτε τίποτε.
-
Το
’χανε στήσει καλά μάλλον. Είναι ν’ απορείς όμως.
-
Με
τι;
-
Να,
πώς γίνεται βασανισμένοι άνθρωποι να γίνονται τόσο σκληροί.
-
Και
τι νομίζεις, πως τα βάσανα μαθαίνουν ανθρωπιά;
-
Πότε
θα ξαναπάς επισκεπτήριο;
-
Σε
ένα μήνα περίπου, που θα κατεβώ Αθήνα.
-
Τους
χαιρετισμούς μου να του στείλεις. Πρέπει να με θυμάται.
[Οι άντρες συζητούν για λίγο ακόμη κι ύστερα
χωρίζουν.
Η Παναγιά
παίρνει αγκαλιά το παιδί της και κοιμάται. Στον ύπνο της ονειρεύεται μια κόρη·
παριζιάνικη μύτη, φρύδια γραμμένα και χειλάκια για διαφήμιση. Σαν ξυπνά, βρίσκει
μπροστά στο εικόνισμά της μια γυναίκα μεγάλη, σχεδόν γριά.
Νυχτέρευε δύο μέρες
παρακαλώντας για παιδί.]
Κώστας Κουτρουμπάκης
Πρώτη δημοσίευση στις 15-8-2020 στην
εφημερίδα Αυγή
Συμπεριλήφθηκε στη συλλογή Οι εκπαιδευτικοί γράφουν…, εκδ. Γράφημα,
2020
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου