Η λύρα
Τις προάλλες είχε ο γιος μου αγώνα στα Βασιλικά. Τον άφησα στο γήπεδο και πήρα ν’ ανεβαίνω στους «Κομμένους». Τα ζώα στη βοσκή, με μυρίσαν τα σκυλιά. Χώθηκα σ’ ένα σύθαμνο. Ύστερ’ από λίγο έσκασ’ ο βοσκός. Ξεμύτισα. Τον ρώτησα για τη μάχη. Δεν είχε ιδέα – χολώθηκα. Τα ζώα προχωρούσαν.
Είπα να γυρίσω στο γήπεδο να δω το παιδί. Στον κατήφορο, στον ώμο μου ένα χέρι. Ο τσοπάνης.
- Έλα, μου λέει. Σε περιμένει.
Ο Χάψας κοτσονάτος, μόνο τα λυτά μαλλιά και τα μουστάκια άσπρο σύννεφο.
- Εσύ, γιατί ζητάς τους σκοτωμένους;
- Από χρέος καπετάνιο.
- Κι από μένα τι θες;
Ίσαμε να ρωτήσει, οι τρίχες του κατράμι. Αντάριασ’ ο τόπος, τα μάτια του αστράψαν, χαθήκαμε μες στον κουρνιαχτό. Φωνές τούρκικες και ρωμαίικες. Ύστερα γερμανικά κι ελληνικά. Ο ΕΛΑΣ Χαλκιδικής. Φουστανελάδες κι αντάρτες αντάμα, μ’ όπλα και φυσεκλίκια. Κι ο Στάμος μπαρουτοκαπνισμένος, μισός κλεφταρματολός μισός παρτιζάνος, φάντασμα λες, να τους ψυχώνει όλους.
- Μια χαψιά είναι μωρέ, μια χαψιά!
Μόλις κατάκατσ’ η σκόνη σούρθηκε μπροστά μου, μακελεμένος.
- Κράτα τα νεύρα, τα μαλλιά και το καύκαλο.
Τον έθαψα.
Στον ώμο μου ένα χέρι. Ο τσοπάνης.
- Tη λύρα τι τη θες;
- Τραγουδάω τους σκοτωμένους.
- Το ξέρεις που θα σ’ είχαν ορμήξει τα σκυλιά;
Πήρα να κατηφορίζω με τη λύρα στο χέρι.
- Μπαμπά, γιατί άργησες;
- Ξεχάστηκα, αγόρι μου.
- Και τι έκανες;
- Τραγουδούσα.
- Τι;
- Τον γδικιωμό των νικημένων.
«Αντάρτης, κλέφτης, παλληκάρι, πάντα είν’ ο ίδιος ο λαός.»
* Ο Στάμος Κάψας, γνωστός με το προσωνύμιο καπετάν Χάψας, συμμετέχει ενεργά στην εξέγερση της Χαλκιδικής το 1821. Τον Μάιο προελαύνει απελευθερώνοντας κωμοπόλεις της Χαλκιδικής και της Θεσσαλονίκης. Στις 10 Ιουνίου σκοτώνεται σε σύγκρουση με τον Μπαϊράμ πασά στους πρόποδες του όρους Βούζιαρη, έξω από τα Βασιλικά.
Κουτρουμπάκης Κώστας,
συμμετοχή σε έκδοση του Πνευματικού Κέντρου του Δήμου Ιωαννιτών με αφορμή τα 200 χρόνια από την ελληνική επανάσταση.