Όποιος ελεύθερα συλλογάται, συλλογάται καλά.

Κυριακή 30 Ιουνίου 2024

 


Κυρά του απομεσήμερου

 

Είπα θα σε ξεχάσω πια

για τα καλά

αλλά πρόβαλες πάλι μέσ’ απ’ τα κύματα

κυρά του απομεσήμερου

κι η γητειά σου μ’ αγκάλιασε

οι αμμούδες σου μου γιάνανε τα μάτια

οι θάλασσές σου ανάστησαν τον κόσμο μου

 

Κυρά του απομεσήμερου

σπυρί σπυρί φεγγοβολάει τ’ αλάτι σου

μέσα στα σχίνα σου λιμπίστηκα για πρώτη φορά το καλοκαίρι

μες στις αυλές σου κρυφάκουσα την προσφυγιά

μες στα σοκάκια σου περπάτησα τη ζωή μου

 

Κυρά του απομεσήμερου

πόσους όρκους ακόμη για σένα

 

πετράδι μου

παιδική μου αγάπη

ρόδο αμάραντο

 

Κ.Κ. 30-06-’24

Σάββατο 15 Ιουνίου 2024

 

                         

Πες κάτι


- Πατέρα, πες κάτι. Όλο εγώ μιλάω.

Με κοιτάζει κατάματα -πράγμα σπάνιο- και λέει:

- Δεν έχω τίποτα να πω.

 

Τη σπούδασα αυτή τη σιωπή. Όσο ζούσε.

Τώρα έρχεται στα όνειρα.

 

Ενύπνιο πρώτο

 

Με κοιτάζεις κατάματα.

 

«Αυτό το λιβάδι

το βόσκουμε όλοι

με μια λαχτάρα

βαλμένη στα κόκαλα

 

και μια ημερομηνία

γραμμένη στο δέρμα

με πυρωμένο σίδερο»

 

διαβάζω στα μάτια σου.

 

Ενύπνιο δεύτερο

 

Από την άλλη όχθη με χαιρετάς δοξαστικά.

Μαλλί κατράμι, κόκκινο μάγουλο,

νιάτα σαν πρώτα.

 

«Λάθος κατάλαβες»

μου λες.

«Η σιωπή

διαβάζεται στα κόκαλα.

Μη φοβάσαι.

Ζήσε.»

 

Ύστερα μπαίνεις στο νερό

και στοιχειώνεις το γεφύρι.

 

Κ.Κ. 19-06-’24

Η φωτό είναι του Argiriskaramouzas 


Πέμπτη 13 Ιουνίου 2024

 


Μικροχαρές

 

Πρώτο μπάνιο σήμερα. Βουτάω. Έρχεται στην παραλία ένα ζευγάρι. Η γυναίκα πέριξ των 45, κουκλάρα, με μακρύ εντυπωσιακό μαλλί και σώμα εικοσιπεντάχρονης, γραμμωμένο. Γυμνάστρια υπέθεσα.

Βγάζει δύο ρακέτες και ένα φτερό του μπάντμιντον. Δεν κατάφεραν να παίξουν. Είχε αεράκι. Το γλέντησαν όμως μια χαρά.

Πήρε ύστερα ο άντρας το καρεκλάκι, το πήγε εκεί που σκάει το κύμα. Κάθισε, έβγαλε το τεχνητό μέλος και το έστησε δίπλα, όρθιο στην άμμο. Σύρθηκε λίγο λίγο και μόλις μπήκε για τα καλά στο νερό άρχισε τις απλωτές.

Το καρεκλάκι ένα μπόι με το πόδι.

«Ο μόνος αρτιμελής της παραλίας», σκέφτηκα αργότερα, καθώς έβγαινε απ’ το νερό χαμογελώντας.

 

Κ.Κ. 13-06-’24

Παρασκευή 7 Ιουνίου 2024

 


Το πετσί

 

1

-     Ρε συ, είναι δικός μας, είσαι σίγουρος, έτσι;

-     Μόνο δικός μας, ρε; Πετσί σού λέω!

-     Σίγουρα πράματα, έτσι;

-     Δεν καταλαβαίνεις, ρε μαλάκα;

-     Καλά. Όπως είπαμε τότε. Το απόγευμα.

 

2

-     Μάνα, θα βγω βόλτα με τα παιδιά.

-     Όλο βόλτες είσαι τώρα τελευταία.

-     Μην αρχίσεις! Έτσι κι αλλιώς δε θ’ αργήσω.

-     Καλά. Να προσέχεις!

 

3

-     Μια ζωή φλώρο και μπούλη τον φωνάζαμε στη γειτονιά. Στο σχολείο πέρασε ζόρικα. Ύστερα τον πλεύρισαν αυτοί και το κόψαμε.

 

4

-     Ήμουνα έτοιμος για τη φάση, φτιαγμένος, καταλαβαίνεις; Αλλά μόλις τον είδα πώς με κοιτούσε… Μου ήρθανε τα δικά μου απ’ το σχολείο. Σα να μου ανοίξανε ξαφνικά τα μάτια.

 

5

-     Βοήθεια!!!

-     Ψόφα τώρα! Σκύλε! Εσύ με πήρες στον λαιμό σου!

 

6

-     Εσείς, πώς και δεν του ορμήξατε;

-     Πήρε μυρωδιά ένας περαστικός και πετάχτηκε. Ούτε και ξέρω πώς βρέθηκε εκεί. Ψιλοερημιά ήτανε. Ύστερα το βάλαμε στα πόδια, όπως κι οι άλλοι. Μείνανε μόνο οι τρεις τους, ο φονιάς, ο σκοτωμένος κι ο περαστικός.

-     Αρχηγός ποιος ήταν;

-     Ο σκοτωμένος.

-     Εσύ τι σχέση είχες μαζί του;

-     Κι εμένα αυτός μ’ έβαλε στο κόλπο. Τα χέρια του δεν τα λέρωνε ποτέ. Έβαζε μπροστά τα κορόιδα. Κοιτούσαμε να τα ’χουμε καλά. Ήταν μουλωχτός.

-     Τον φονιά τον ήξερες καλά;

-     Καινούριος ήταν. Στο σχολείο τον είχαν του κλώτσου και του μπάτσου. Ύστερα τον πλευρίσαμε εμείς. Άλλος άνθρωπος έγινε. Θηρίο ανήμερο. Πετσί.

 

7

-     Δεν πίστευα στα μάτια μου. Εκεί που ερχότανε καταπάνω μου, ξαφνικά γύρισε απότομα σ’ έναν δικό τους και τον μαχαίρωσε. Αυτός ίσα που πρόλαβε να φωνάξει βοήθεια. Έτρεξε ένας περαστικός να τον σώσει αλλά δεν τα κατάφερε. Αλλά κι οι δικοί του δεν έκαναν τίποτε. Το βάλανε στα πόδια.

 

8

-     Σχόλασα αργά. Περπατούσα για το σπίτι και σιγά-σιγά νύχτωνε. Ο κόσμος μαζευόταν σπίτια του. Άκουσα κάποιον να φωνάζει βοήθεια. Έτρεξα αλλά δεν πρόλαβα. Είχε γίνει το κακό. Οι υπόλοιποι σκορπούσανε. Το θύμα μες στα αίματα. Ο φονιάς πέταξε το μαχαίρι και ζάρωσε σε μια γωνιά. Πήρα αμέσως τηλέφωνο την αστυνομία. Ήρθανε σε πέντε λεπτά.

 

9

-     Ξέρατε ότι ο γιος σας είχε τέτοια μπλεξίματα;

-     Από μικρό τον είχανε όλοι στην καζούρα. Σα πληγωμένο πουλί ήτανε. Ο πατέρας του φευγάτος… Προσπαθούσα να είμαι δίπλα του αλλά δεν ανοιγόταν. Ύστερα απ’ τη μια μέρα στην άλλη έγινε άλλος άνθρωπος. Το βλέμμα του με τρόμαζε. Πολλά έβαζα με τον νου μου αλλά δεν πίστευα ότι θα έφτανε ως εκεί.

-     Το θύμα το γνωρίζατε;

-     Ήτανε στο ίδιο σχολείο. Από το Γυμνάσιο ακόμα πρέπει να στρίμωχνε τον δικό μου και να του ’κανε τη ζωή δύσκολη. Τώρα στα τελευταία όλο πάρε-δώσε και κολλητιλίκια. Μπήκε δυο-τρεις φορές και στο σπίτι. Τα μούτρα του δε μ’ αρέσανε καθόλου. Ο δικός μου μπροστά του στεκότανε κλαρίνο. Θεό τον είχε.

 

10

-     Είχατε υπόνοιες ότι η ζωή του γιου σας κινδυνεύει;

-     Είχα καταλάβει ότι ήταν μπλεγμένος. Το ’νιωθα ότι δε θα του ’βγαινε σε καλό. Αλλά ο άντρας μου δεν άκουγε τίποτε. «Καλύτερα νταής παρά δαρμένος. Ξέχασες τι πέρασε στο δημοτικό; Η ζωή είναι ζούγκλα. Μόνο οι δυνατοί επιβιώνουν.» Τέτοια άκουγε το παιδί. Έπειτα το βρήκε μπόσικο κάποιος και το ψάρεψε. Ποιος να το ’λεγε ότι θα γινόταν και αρχηγός. Γραμμένο του λες ήταν.

 

11

-     Τη μάνα του φονιά τη γνωρίζατε;

-     Προσωπικά όχι. Την είχα δει στο σχολείο που ήτανε μικρά κάποιες φορές. Δεν είχα τίποτε με τη γυναίκα. Αλλά μάνα είμαι κι εγώ. Θόλωσε το μυαλό μου. Νόμιζα που με το αίμα της θα ’ρχόταν το παιδί μου πίσω.

 

[Επιλεγμένα αποσπάσματα από επινοημένο φάκελο ανάκρισης για διπλή ανθρωποκτονία.]

 

Κ.Κ. 30-05-2024