Η δικαία χειρ
«Πέρκου στα βλάχικα είναι οι φακίδες. Κι ο Γιωργούλας ο Μπέρκος, βλάχος από τους Καλαρρύτες, ήτανε όνομα και πράμα, χάρτης κανονικός.
Όμως το μεγάλο του κουσούρι ήταν άλλο. Όταν ζοριζόταν, κεκέδιζε. Και τα παιδιά στο χωριό δεν τα συγχωρούσανε κάτι τέτοια. Με καζούρα και χοντρά αστεία μεγάλωσε ο Γιωργούλας, ώσπου στο φανταρικό, όπως λέγανε οι άλλοι του χωριού, σιγά σιγά άντρεψε κι έμαθε να κόβει μαχαίρι τον βήχα του καθενός. Είχε γίνει στο μεταξύ θηρίο κανονικό.
Ζωντανά δεν είχε η οικογένεια, από παλιό σόι εμπόρων η φύτρα του, όταν απολύθηκε άνοιξε το μπακάλικο στο χωριό. Είχανε κάτι λίγες οικονομίες οι δικοί του, βαστούσε τότε ακόμη κι η πίστη, το εμπόρευμα το πήρε δίνοντας τα χέρια με τους προμηθευτές. Ήτανε προκομμένος και τίμιος. «Η δικαία χειρ», έτσι το έβγαλε το μαγαζί. Όσοι τάχα πονηρεύονταν, αυτό το παίρνανε για μπηχτή για τον άλλο μπακάλη –έκλεβε, λέγανε, στο ζύγι.
Νύφη δε βρέθηκε για τον Γιωργούλα, τον κυνηγούσε πάντα που ήτανε κεκές. Φρόντιζε όμως τους δικούς του. Σα μωρά τούς είχε, μέχρι που συχωρέθηκαν κι αυτοί κι απόμεινε κούτσουρο. Άδεια αγκαλιά τα χέρια του, το στόμα του από χρόνια κλειστό, μόνο όταν κερνούσε σοκολάτες τα μικρά παιδιά στο μπακάλικο φώτιζε κάπως το πρόσωπό του.
Τον Δουρούτη τον ψάχνανε χρόνια. Βγήκε για βοσκή και δε γύρισε ποτέ. Τι κι αν πήγανε καταπόδι οι άλλοι τσοπάνηδες με τα σκυλιά, να μυρίσουν, τίποτε δε βρέθηκε. Άνοιξε θαρρείς η γη και τον κατάπιε.
Πέρασαν τα χρόνια, εξηνταρίσαμε. Ο Γιωργούλας έπεσε βαριά στο στρώμα. Τον φρόντιζαν κάτι μανιές αλλά η αρρώστια δεν χαμπάριαζε. Στα τελευταία του με γύρεψε. Η ψυχή του να βγει απ’ το κεκέδισμα. Πώς μου τα ’πε, Κύριος οίδε.
- Απ’ την αρχή το ’ξερα, Γιωργούλα. Και το μπακάλικο μόνο εγώ κατάλαβα γιατί το ’βγαλες έτσι. Σαράντα χρόνια τώρα μαζί το κουβαλάμε το κρίμα. Μη κοιτάς που δε μίλησα. Μου ’χε, βλέπεις, κάνει και μένα τη ζωή κόλαση ο μπάσταρδος. Τουλάχιστον εσύ εξομολογήθηκες. Εμένα να δω, παπάς άνθρωπος, ποιος θα με συχωρέσει.
Έτσι του τα ’πα, παπά μου. Το δικό μου το ράσο το μαγάρισα. Κοίτα τουλάχιστον να κρατήσεις καθαρό το δικό σου. Θεός μάς βλέπει.»
Κάπως έτσι μου τα ’πε, αστυνόμε. Κάνε δουλειά σου τώρα. Όλους Θεός μάς κρίνει.
Κ.Κ. 12-5-’24
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου