Όποιος ελεύθερα συλλογάται, συλλογάται καλά.

Παρασκευή 31 Μαΐου 2024

 


Το νυφικό

 

1

-     Όχι αυτήν! Την άλλη σου είπα.

Το πρωί ο φύλακας ανοίγει την πόρτα και λέει:

-     Καλημέρα.

Η Σεβαστή 18 χρονών.

-     Σε θέλουνε στη Διεύθυνση.

-     Τι έγινε Σεβαστή; Αναβλήθηκε;

-     Την άλλη σου είπα να φέρεις, τη Νίτσα την Παπαδοπούλου.

-     Όχι Νίτσα, δεν αναβλήθηκε. Έκαναν δήθεν λάθος, για να μου σπάσουν τα νεύρα.

-     Σεβαστούλα, στο καλό!

 

2

Η Νίτσα φορά το νυφικό κι αποχαιρετά τη Σεβαστή.

       Σπυρί σπυρί σκάει το ρόδι.

 

3

Το πρωί ο φύλακας ανοίγει την πόρτα και λέει:

-     Καλημέρα.

Τα ξημερώματα, στις 4.00 ανοίγει την πόρτα και λέει:

-     Ντύσου. Σε θέλουνε στη Διεύθυνση.

 

4

Ο βασιλικός επίτροπος τού νεύει να πλησιάσει. Του ψιθυρίζει στ’ αυτί.

 

5

«Θα μου το δώσεις;», ρωτά η Νίτσα.

 

6

«Ντύσου. Σε θέλουνε στη Διεύθυνση». Στις 4.00. Κάθε που οργάζει το σκοτάδι. «Επέσατε θύματα».

 

7

Η Νίτσα καθηγήτρια. Νέα κι όμορφη.

Ο φύλακας ανοίγει την πόρτα και λέει:

-     Σεβαστή Θεοφανίδου, σε θέλουνε στη Διεύθυνση.

 

Η Σεβαστή φορά το νυφικό κι αποχαιρετά τη Νίτσα.

«Σήμερα γάμος γίνεται».

 

8

Ο βασιλικός επίτροπος μπαίνει στο γραφείο.

-     Αρχιφύλαξ!

-     Διατάξτε!

Από τα κελιά κραυγές, τραγούδια. Ο εθνικός ύμνος.

Του νεύει να πλησιάσει. Του ψιθυρίζει στ’ αυτί:

-     Όχι τη Θεοφανίδου, την άλλη σου είπα να φέρεις, τη Νίτσα την Παπαδοπούλου.

 

9

Το Γεντί Κουλέ είναι φρούριο.

       Σεβαστή και Νίτσα. Στο ίδιο κελί.

 

10

Τα ξημερώματα, στις 4.00, ο φύλακας ανοίγει την πόρτα και λέει:

-     Ντύσου. Σε θέλουνε στη Διεύθυνση.

 

Σιγή ασυρμάτου.

 

11

Η απόφαση του Στρατοδικείου ορίζει: «Εκτέλεση την τρίτη μέρα μετά την καταδίκη». Κάθε μέρα μετά την τρίτη μέρα.

 

12

Η Σεβαστή φορά το νυφικό, αποχαιρετά τη Νίτσα και τους άλλους μελλοθάνατους. Κραυγές, τραγούδια, συνθήματα. Ο εθνικός ύμνος. «Σήμερα γάμος γίνεται». Το «Επέσατε Θύματα».

-     Σεβαστούλα, στο καλό!

 

13

Η Σεβαστή νύφη έξω από το γραφείο της Διεύθυνσης. Ο βασιλικός επίτροπος, ο διευθυντής, οι φύλακες, οι θανατοποινίτες, το απόσπασμα.

 

Σιγή ασυρμάτου.

 

14

Ο ηλικιωμένος φύλακας ανοίγει την πόρτα. Η Σεβαστή μπαίνει στο κελί.

-     Όχι Νίτσα, δεν αναβλήθηκε. Έκαναν δήθεν λάθος, για να μου σπάσουν τα νεύρα και να υπογράψω δήλωση.

Ο φύλακας λέει:

-     Εσένα, παιδί μου Νίτσα, θέλουν στη Διεύθυνση.

Η Νίτσα αγκαλιάζει τη Σεβαστή. Της ψιθυρίζει στ’ αυτί:

-     Ποιος στο ’φερε;

-     Εγώ το ζήτησα. Η πεθερά μου. Για να πεθάνω νύφη.

-     Θα μου το δώσεις;

 

15

4.30 πρωινή. Οργάζει το σκοτάδι. Το νυφικό φεγγάρι. Το απόσπασμα παρουσιάζει όπλα. Σπυρί σπυρί σκάει το ρόδι. Η νύφη κόκκινη.

 

16

Η Σεβαστή στο κελί περιμένει. Την ίδια ώρα. Κάθε ξημέρωμα.

 

 

* «Σε αυτήν τη χώρα λειτουργούν ιδιαζόντως σκοτεινές δυνάμεις και σχεδόν το μόνο μέσο αποτροπής τους είναι το Έκτακτο Στρατοδικείο».

PRO FO (Foreign Office) 371/67076 R 10153, «Γενικό Προξενείο Θεσσαλονίκης προς Αθήνα», 7 Ιουλίου 1947


Κ.Κ. 31-05-'24

Παρασκευή 24 Μαΐου 2024

 


Επίγραμμα

 

Πόσο σε πόθησα

ένας θεός μόνο το ’ξερε.

Εκείνος που εκλιπαρούσε

άρον άρον

να γίνει θνητός.

 

Ήθελε

πρώτος

λέει

να πεθάνει για σένα.

 

Κ.Κ. 24-05-’24

Η φωτό δική μου. Αντίγραφο ρωμαϊκού γλυπτού.

Σάββατο 18 Μαΐου 2024

 


Άνοιξη

 

Βογκούν οι επιθυμίες μας,

όπως οι μέλισσες

κάτω απ’ τις φλαμουριές τον Μάη.

 

Όλο τον χρόνο

Άνοιξη η ψυχή.

 

Κ.Κ. 19-05-’24

Κυριακή 12 Μαΐου 2024

 

23-10-1943

 

Το σπίτι είναι στην πάνω πλευρά του χωριού, κάτω ακριβώς απ’ την εκκλησία του Αη Νικόλα. Στέγη πεσμένη, τοίχοι μισογκρεμισμένοι, δυο - τρία παράθυρα να χάσκουν, στόματα ανοιχτά.

Κι όμως, εδώ έζησαν ο Κωνσταντής ο Κατσήδερος κι η γυναίκα του, η Λένη, άνθρωποι που κοιτάζονταν στα μάτια.

Φλεβάρης του ‘43 ήτανε, ενός μηνός έγκυος εκείνη στο δεύτερο παιδί, όταν ο Κωνσταντής βγήκε στο κλαρί. Τον πήρε ο Άρης αγγελιοφόρο. Τσοπάνος, τα βουνά τα ‘χε βιβλίο ανοιχτό. “Αγριοκάτσικο”, έτσι τον φώναζε ο καπετάνιος.

Είκοσι δύο Οκτωβρίου πήρε μήνυμα από έναν σύνδεσμο δικό τους, χωριανό. “Να σου ζήσει. Γιος.”. Παρουσιάστηκε στον καπετάνιο και γύρεψε άδεια.

 

Τα υπόλοιπα είναι γνωστά.

Ο χωριανός είχε πάει με τον Ζέρβα και χόρταινε τις λίρες των Άγγλων. Οι Γερμανοί περιμένανε τον Κωνσταντή στην εκκλησία. Το τουφεκίδι ξύπνησε το μωρό κι ο αντάρτης άκουσε το κλάμα του, καθώς ξεψυχούσε. Τον παράχωσαν κακήν κακώς.

Τη Λένη μήτε στην κηδεία δεν την αφήσαν. Τις μέρες εκείνες ξεκίνησαν οι μάχες ανάμεσα στον ΕΛΑΣ και στον ΕΔΕΣ. Έσταζαν οι ρώγες της γάλα, όταν πήρε τα παιδιά και κατέβηκε τρεμάμενη σε κάτι συγγενείς της στα Γιάννενα. Έζησαν.

Μόλις αναγνωρίστηκε η Εθνική Αντίσταση, στον Αη Νικόλα, στην κάτω γωνία της αυλής, τα παιδιά έχτισαν τσιμεντένιο εκκλησάκι. Έβαλαν και μπρούτζινη επιγραφή, σφυρήλατη, με τα χέρια τους φτιαγμένη:

“ΑΝΑΓΕΡΘΕΝ ΔΑΠΑΝΗ ΑΔΕΡΦΩΝ ΚΑΤΣΗΔΕΡΟΥ

ΕΙΣ ΜΙΜΗΝ ΤΟΥ ΠΑΤΡΟΣΤΩΝ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ

ΦΟΝΕΥΘΕΝΤΟΣ ΥΠΟ ΤΩΝ ΓΕΡΜΑΝΩΝ

23 ΟΚΤΏΒΡΙΟΥ 1943”

Αγράμματα παιδιά, φτώχεια καταραμένη. Το εκκλησάκι το ’φτιαξαν, το πατρικό έμεινε να ρημάζει.

Ήρθε όμως ένα δέντρο, το πιο ψηλό, το πιο όμορφο σ' όλο το χωριό και ρίζωσε δίπλα στο ρημάδι, ποτισμένο θαρρείς με τα δάκρυα της Λένης και με το αίμα του Κωνσταντή.

Στη σκιά του εμφανίζεται, λένε, κάθε 23η του Οκτώβρη ένας αντάρτης με κέρατα. Πηγαίνει στη γωνιά της αυλής του Αη Νικόλα, ανάβει το καντήλι του Κωνσταντή κι ανηφορίζει, ώσπου χάνεται, ίδιο αγριοκάτσικο, στα βοσκοτόπια των Καλαρρυτών.

 

Κ.Κ. 06-05-2024

 

Σάββατο 11 Μαΐου 2024

 


Η δικαία χειρ

 

«Πέρκου στα βλάχικα είναι οι φακίδες. Κι ο Γιωργούλας ο Μπέρκος, βλάχος από τους Καλαρρύτες, ήτανε όνομα και πράμα, χάρτης κανονικός.

Όμως το μεγάλο του κουσούρι ήταν άλλο. Όταν ζοριζόταν, κεκέδιζε. Και τα παιδιά στο χωριό δεν τα συγχωρούσανε κάτι τέτοια. Με καζούρα και χοντρά αστεία μεγάλωσε ο Γιωργούλας, ώσπου στο φανταρικό, όπως λέγανε οι άλλοι του χωριού, σιγά σιγά άντρεψε κι έμαθε να κόβει μαχαίρι τον βήχα του καθενός. Είχε γίνει στο μεταξύ θηρίο κανονικό.

Ζωντανά δεν είχε η οικογένεια, από παλιό σόι εμπόρων η φύτρα του, όταν απολύθηκε άνοιξε το μπακάλικο στο χωριό. Είχανε κάτι λίγες οικονομίες οι δικοί του, βαστούσε τότε ακόμη κι η πίστη, το εμπόρευμα το πήρε δίνοντας τα χέρια με τους προμηθευτές. Ήτανε προκομμένος και τίμιος. «Η δικαία χειρ», έτσι το έβγαλε το μαγαζί. Όσοι τάχα πονηρεύονταν, αυτό το παίρνανε για μπηχτή για τον άλλο μπακάλη –έκλεβε, λέγανε, στο ζύγι.

Νύφη δε βρέθηκε για τον Γιωργούλα, τον κυνηγούσε πάντα που ήτανε κεκές. Φρόντιζε όμως τους δικούς του. Σα μωρά τούς είχε, μέχρι που συχωρέθηκαν κι αυτοί κι απόμεινε κούτσουρο. Άδεια αγκαλιά τα χέρια του, το στόμα του από χρόνια κλειστό, μόνο όταν κερνούσε σοκολάτες τα μικρά παιδιά στο μπακάλικο φώτιζε κάπως το πρόσωπό του.

 

Τον Δουρούτη τον ψάχνανε χρόνια. Βγήκε για βοσκή και δε γύρισε ποτέ. Τι κι αν πήγανε καταπόδι οι άλλοι τσοπάνηδες με τα σκυλιά, να μυρίσουν, τίποτε δε βρέθηκε. Άνοιξε θαρρείς η γη και τον κατάπιε.

 

Πέρασαν τα χρόνια, εξηνταρίσαμε. Ο Γιωργούλας έπεσε βαριά στο στρώμα. Τον φρόντιζαν κάτι μανιές αλλά η αρρώστια δεν χαμπάριαζε. Στα τελευταία του με γύρεψε. Η ψυχή του να βγει απ’ το κεκέδισμα. Πώς μου τα ’πε, Κύριος οίδε.

-     Απ’ την αρχή το ’ξερα, Γιωργούλα. Και το μπακάλικο μόνο εγώ κατάλαβα γιατί το ’βγαλες έτσι. Σαράντα χρόνια τώρα μαζί το κουβαλάμε το κρίμα. Μη κοιτάς που δε μίλησα. Μου ’χε, βλέπεις, κάνει και μένα τη ζωή κόλαση ο μπάσταρδος. Τουλάχιστον εσύ εξομολογήθηκες. Εμένα να δω, παπάς άνθρωπος, ποιος θα με συχωρέσει.

 

Έτσι του τα ’πα, παπά μου. Το δικό μου το ράσο το μαγάρισα. Κοίτα τουλάχιστον να κρατήσεις καθαρό το δικό σου. Θεός μάς βλέπει.»

 

Κάπως έτσι μου τα ’πε, αστυνόμε. Κάνε δουλειά σου τώρα. Όλους Θεός μάς κρίνει.

 

Κ.Κ. 12-5-’24