Ενύπνιο. Το τρίτο.
Είχα –λέει– ένα νεροχέλωνο, απ’ αυτά που εμπορεύονται τα μαγαζιά με τα κατοικίδια. Ίσα που χωρούσε στη γυάλα –είχε μεγαλώσει. Το καύκαλό του είχε πιάσει μούργα κι είπα να το καθαρίσω. Η βρώμα έβγαινε σαν πέτσα. Την τράβηξα μονοκόμματα. Στο τέλος, προς την ουρά, το καβούκι ξεκόλλησε και φάνηκε από κάτω το δέρμα. Το ζώο σπαράζοντας σκαρφάλωσε έξω απ’ τη γυάλα. Δεν το έσπρωξα πίσω –ήταν τρομακτικά. Ξύπνησα με την αίσθηση ότι πρέπει να πατάω σαν τη γάτα.
Ελαφροπατώντας σου τα γράφω κι αυτά. Γιατί δεν είναι μόνο οι μέρες σου, ρε φίλε, που ξοδεύτηκαν σαν τις σπίθες στο τζάκι, είναι κι η τύψη μου που πήρα να ξεσκονίσω το κολλητιλίκι μας, όταν τα μαλλιά σου πέφτανε τούφες χάμω κι εσύ –γδαρμένη χελώνα– σκαρφάλωνες τη γυάλα της ογκολογικής.
Κ.Κ. 16-11-’22
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου