Κι ας ήταν ένα πρωί του πουθενά, με μποτιλιάρισμα και με τον κόσμο μυρμήγκια στη στάση. Απ’ αυτό το πουθενά εμφανίστηκες, με το ούτι στον ώμο και το μαλλί κατράμι, ξόδεμα απ’ τον σφιχτό σου κότσο. Σύννεφο να τραγουδάς την ψίχα της Ανατολής και το νερό της Δύσης. Και το φτερό σου να σκάει στις χορδές πώς σκάει η θάλασσα στα βράχια. Φως μου, τι σκοτάδια σε κύκλωσαν!
Τέλος, πλησίασε το λεωφορείο. Έβγαλες το πτυσσόμενο μπαστούνι. Ανέβηκες ψηλαφώντας. Τρεις στάσεις μετά, λίγο πριν κατεβείς, σκάλωσες το φτερό σου στις χορδές. Γύρισες τα μάτια σου να με κοιτάξεις.
Κόντυνε η ανάσα μου από τότε.
Κ.Κ. 21-10-’22