Χαρούλα Αποστολίδου, Μάλο Μόμε
Δεν ξέρω πολλές βιβλιοκριτικές που ξεκινούν μ' αυτόν τον τρόπο, αλλά επιτρέψτε
μου να θέσω ένα ερώτημα που μπορεί να φαντάζει παράξενο. Τι είναι οι
φωτογραφίες; Μήπως είναι μια κατ’ επιλογήν και γι’ αυτό εξωραϊσμένη εικόνα της
πραγματικότητας; Μια φτιασιδωμένη κορυφή ενός παγόβουνου; Τι θα συνέβαινε αν ο
φακός άρχιζε τις υποβρύχιες λήψεις;
Το
Μάλο Μόμε της Χαρούλας Αποστολίδου, αυτό
ακριβώς είναι, μια προσπάθεια δηλαδή να φωτιστούν αθέατες πλευρές. Οι αθέατες
πλευρές των μεταπολεμικών διακρατικών σχέσεων Ελλάδας – Γερμανίας, οι αθέατες
όψεις της ζωής των ελλήνων γκασταρμπάιτερ, ποικίλες άγνωστες μικροϊστορίες που
συνθέτουν τη μεταπολεμική μακροϊστορία, ιστορικά συμβάντα άγνωστα ή -πιο σωστά-
παραδομένα στη βεβιασμένη λήθη. Πάνω απ’ όλα αυτά όμως, στη δική μου αντίληψη,
το Μάλο Μόμε αποκαλύπτει όχι απλώς αθέατες αλλά συσκοτισμένες πλευρές της
«αγίας» ελληνικής οικογένειας και των ενδοοικογενειακών σχέσεων. Κι αυτό όχι
απλώς για να τις στηλιτεύσει, αλλά με στόχο να καυτηριάσει και συνεπώς να
γιατρέψει κακοφορμισμένα τραύματα. Δεν είμαι ψυχαναλυτής ούτε ψυχίατρος, αλλά
ως αναγνώστης βρίσκω πως αυτό το βιβλίο, που το έχω διαβάσει ήδη τρεις φορές, πρέπει
να συγκεντρώσει την προσοχή μας κυρίως ως αφήγημα ψυχανάλυσης.
Η ανάγκη, η ακραία φτώχεια της μεταπολεμικής ελληνικής
υπαίθρου, πλέκει τον ιστό της μετανάστευσης. Εντός του όλοι παγιδεύονται. Τα
«τεμάχια», όπως χαρακτηρίζουν τα γερμανικά έγγραφα τους έλληνες γκασταρμπάιτερ,
γίνονται ευλογία και κατάρα, μα το σημαντικότερο, γίνονται τραγούδι, καημός,
κερδίζουν μια θέση στη συλλογική ιστορική μνήμη. Τι απέγιναν όμως αυτοί που
έμειναν πίσω, δηλαδή οι γονείς των μεταναστών, οι συγγενείς, τα παιδιά; Πόσοι
ασχολήθηκαν με το δικό τους ψυχικό άχθος, με τη δική τους ιδιότυπη ξενιτιά; Ελάχιστοι,
σχεδόν κανείς.
Γι’ αυτόν που φεύγει, η μετανάστευση, μ’ όλα της τα βαριά
παρελκόμενα, ανοίγει ορισμένες προοπτικές. Η μάνα του Μάλο Μόμε πέρα από τη βελτίωση των οικογενειακών οικονομικών βλέπει
στη Γερμανία μια διέξοδο από την καταπίεση που υφίσταται από την πεθερά και το
πατριαρχικό περιβάλλον του χωριού, όπου στις μάνες απαγορεύεται να παρίστανται
ακόμη και στα βαφτίσια των ίδιων των παιδιών τους. Τι γίνεται όμως με τα παιδιά
που αναγκάζονται να στερηθούν τους γονείς τους και να μεγαλώνουν στα σπίτια του
παππού και της γιαγιάς ή άλλων συγγενών; Πώς είναι να μεγαλώνεις σ’ αυτό το
ιδιότυπο καθεστώς ορφάνιας; Το χάδι της μάνας υποκαθίσταται από κρέμες Atrix, σοκολάτες, γερμανικά καλούδια ή έστω από στημένες
φωτογραφίες των γονιών; Μπορεί να υπάρξει στ’ αλήθεια οικογένεια κάτω απ’ αυτές
τις συνθήκες, ειδικά όταν η απουσία διαρκεί για χρόνια; Αλλά και μετά την
επιστροφή των γονιών μπορεί όντως να καλυφθεί ο χαμένος χρόνος, να απαλυνθεί ο
συσσωρευμένος πόνος; Στο βιβλίο υπάρχει μια σκηνή όπου η γιαγιά απαγορεύει στις
εγγονές της να γιορτάσουν την πρωτομαγιά μαζί με τ’ άλλα παιδιά του χωριού. Όταν
αλλάζει γνώμη είναι πια αργά. Οι εγγονές της φτάνουν στο χώρο συνάντησης
κατόπιν εορτής. Η επανασύνδεση της οικογένειας μετά την παλιννόστηση είναι κι
αυτή μια ζωή κατόπιν εορτής. Το τρένο φαίνεται να έχει χαθεί, γιατί η μετανάστευση
είναι μια διαδικασία πολλαπλής στέρησης ταυτότητας, τόσο για τους ίδιους τους
μετανάστες όσο και για όσους μένουν πίσω και κυρίως για τα παιδιά. Τα παιδιά
αυτά, στην ηλικία που διαμορφώνει όσο καμία άλλη την αυτοσυνειδησία τους,
στερούνται τον βασικό πυλώνα αυτής της αυτοσυνειδησίας, τους γονείς. Υπάρχει
ένα συγκλονιστικό στιγμιότυπο στο βιβλίο όπου η κόρη αναφέρει στην
παλιννοστήσασα μάνα ότι παρά τον σωρό των οικογενειακών φωτογραφιών δεν υπάρχει
ούτε μία φωτογραφία που να έχει απαθανατίσει και τα τέσσερα μέλη της
οικογένειας. Αν δεν είναι αυτό ξενιτιά, τότε τι είναι; Μ’ αυτήν την έννοια η
μετανάστευση μπορεί να ιδωθεί και ως μια διαδικασία απαγωγής. Απαγωγής των
γονιών από την πατρίδα αλλά κυρίως απαγωγής των παιδιών από το οικογενειακό
περιβάλλον. Και στις δύο περιπτώσεις απαγωγέας είναι η ανάγκη. Δεν είναι τυχαίο
ότι η μάνα επικαλείται διαρκώς την ανάγκη, όταν η κόρη τη στριμώχνει για να
μιλήσουν.
Πέρα από την ανάγκη είναι και δύο άλλες λέξεις που διατρέχουν
ολόκληρο το βιβλίο: η ενοχή και η σιωπή. Η πρώτη τροφοδοτεί τη δεύτερη και
αντιστρόφως. Τα αισθήματα ενοχής της μάνας τροφοδοτούν τη σιωπή της και την
κατ’ επιλογήν κατασκευή της πραγματικότητας των φωτογραφιών, δηλαδή την
απο-σιώπηση. Η Γερμανία είναι ένα πλήρως οργανωμένο κράτος, έχει καθαρούς
δρόμους, ωραίες σοκολάτες, η Γερμανία φοράει φωτοστέφανο, έχει ωραία λουκάνικα
και μεγάλα κρίκερ μπύρας. Αυτά λέγονται και ξαναλέγονται εμμονικά. Αυτό που δεν
ομολογείται ή λέγεται εν παρόδω είναι ότι για όλα αυτά πρέπει να εργάζεσαι
περίπου σαν σκλάβος, να παίζεις τη ζωή σου κορώνα γράμματα στο εργοστάσιο, να
ασπρίζουν τα μαλλιά σου σε μια νύχτα και η κόρη σου να εξευτελίζεται στο
σχολείο –η γιαγιά τη μετέτρεψε σε κουρεμένο γίδι, γιατί βαριότανε να λούζει και
να χτενίζει παιδικά μαλλιά, αρνιότανε δηλαδή μια από τις πλέον κλασικές πράξεις
που καθαγιάζουν τη φροντίδα των παιδιών.
Φυσικά,
το πλέγμα των ενοχών δεν τελειώνει εδώ. Ενισχύεται από τα στερεότυπα για τις
έμφυλες σχέσεις και τη θέση της γυναίκας, τη θρησκοληψία της μάνας, το
υποχρεωτικό κατηχητικό, την εξομολόγηση που επιβάλλεται ακόμη και όταν ένας
άντρας αποπειράται να σε βιάσει, γιατί πρέπει να αποδείξεις ότι δεν τον
προκάλεσες.
Όμως
αυτός ο διαρκώς ανατροφοδοτούμενος κύκλος ενοχής, σιωπής, ενοχής και σιωπής ή
και ένοχης σιωπής, αυτός ο ατέρμονος εφιάλτης, σπάει; Και αν ναι, πώς;
Η
αλήθεια είναι ότι δυστυχώς δεν σπάει πάντα. Τις λίγες φορές που αυτό συμβαίνει
χρειάζεται θάρρος και ειλικρινή διάθεση για έκθεση και βαθιές εξομολογήσεις.
Δεν είναι εύκολα πράγματα αυτά, είναι όμως αναγκαία.
Στο
Μάλο Μόμε η κόρη, το μικρό κορίτσι,
προκαλεί τη μάνα σε μια διαρκή αναμέτρηση με το τραύμα της αμφίδρομης απώλειας.
Αυτό αναπόφευκτα οδηγεί σε σύγκρουση των δύο οπτικών, μάνας και κόρης. Το
σπουδαίο είναι ότι από την πλευρά του αναγνώστη αμφότερες οι οπτικές γίνονται εξίσου
κατανοητές, αποκτούν το ίδιο βάρος. Διακύβευμα του βιβλίου δεν είναι η απόδοση
ευθυνών αλλά η ενσυναίσθηση, η αμοιβαία κατανόηση. Και εδώ θαρρώ ότι μπορούμε
να εντοπίσουμε ένα από τα μεγάλα στοιχήματα που έχει κερδίσει η γραφή της Χαρούλας
Αποστολίδου.
Αυτή
η σύγκρουση των οπτικών μάνας και κόρης είναι διαδικασία συγκρότησης νέων
ταυτοτήτων. Προσέξτε, όχι αποκατάστασης των παλαιών ταυτοτήτων -αυτό εξάλλου
δεν είναι δυνατό- αλλά συγκρότησης νέων. Τίποτε δεν μπορεί να είναι ίδιο μετά την
παλιννόστηση, αυτό είναι δεδομένο, όμως και οι δύο πλευρές έχουν δικαίωμα σε
έναν επαναπροσδιορισμό σχέσεων αλλά εν τέλει και επαναπροσδιορισμό εαυτού.
Κάτι
ακόμη που αξίζει να σημειωθεί είναι ότι το Μάλο
Μόμε είναι ένα αφήγημα με αυτοβιογραφικά στοιχεία αλλά όχι με αμιγώς
αυτοβιογραφικό χαρακτήρα. Δεν είναι τυχαίο ότι πουθενά δεν αναφέρονται ονόματα.
Οι ιστορίες του βιβλίου είναι δυνητικά κοινός τόπος όλων των οικογενειών με
ανάλογα βιώματα.
Σε
ό,τι έχει να κάνει με την ίδια τη Χαρούλα, την αγαπημένη μου φίλη, το Μάλο Μόμε είναι ένα βιβλίο
αυτοψυχανάλυσης, αυτοΐασης, αυτοθεραπείας με όχημα την ίδια τη γραφή. Τα ’πε
και ξαλάφρωσε η Χαρούλα, κάτι που όλο και πιο συχνά ξεχνάμε στις ρομποτικές
ζωές μας. «Μίλα, μίλα πριν να είναι αργά». Αυτό προτείνει σε όλους τους
ανέστιους η Χαρούλα, ως μόνη και αληθινή μας πατρίδα. Και πρέπει -νομίζω- γι’
αυτό να την ευγνωμονούμε.
Κώστας Κουτρουμπάκης, συγγραφέας, μουσικός και κατ' επάγγελμα φιλόλογος
Το κριτικό αυτό σημείωμα διαβάστηκε στις 5-11-2022 στο παλιό Παρθεναγωγείο της Έδεσσας, κατόπιν πρόσκλησης του Φιλοπρόοδου Συλλόγου Έδεσσας "Μέγας Αλέξανδρος"