Οιδίπους τύραννος
Εξήντα δύο χρονών είπε πως ήταν. Μπαίνοντας χτύπησε άτσαλα τον ώμο του στην κάσα της πόρτας. Φορούσε κάτι γυαλιά με χοντρούς φακούς, πατομπούκαλα. Τα κοίταξα, ποιος ξέρει πώς, μου λέει «Όλη μέρα ηλεκτροκόλληση, τα χάλασα τα μάτια μου».
Ντερέκι, δυο μέτρα κοντά, με σώμα αθλητή. Με μια βαριοπούλα και δυο-τρία εργαλεία την έκανε τη δουλειά. Του ’δειχνα τα έπιπλα κι αυτός τα ’κανε κομμάτια. Το διαμέρισμα άδειο πια. Σπάγανε τα ξύλα και χαλούσε ο κόσμος–
ο κόσμος που υπήρχε εκεί για σαράντα δύο χρόνια, από τότε που ο πατέρας κι η μάνα –μ’ αγωνία κι αίμα – έβαλαν κεραμίδι πάνω απ’ το κεφάλι τους.
Όλα με πόνεσαν μα πιο πολύ το γραφείο και το κρεβάτι· πάνω τους οι πιο μεγάλοι μου έρωτες.
Πήρα να βουρκώνω. Το είδε.
-Γιατί κλαις; με ρώτησε.
Του ’πα δυο κουβέντες. Η δουλειά είχε τελειώσει. Όσο συμμάζευε τα ξύλα για να τα φορτώσει στο τρέιλερ, μου ’πε τα δικά του. Τι πέρασε, για να μπορεί τώρα στα εξήντα δυο του να χαλάει τα μάτια του στην ηλεκτροκόλληση και να σμπαραλιάζει τα έπιπλα του κόσμου για πενταροδεκάρες.
-Τι νοίκι θα πιάσει το σπίτι; με ρώτησε τελειώνοντας.
Του ’πα ένα νούμερο. Αργότερα, πολύ αργότερα, σκέφτηκα ότι ήταν περίπου όσα έβγαζε εκείνος με δυο δουλειές.
Ακόμη πιο αργότερα είδα τα πόδια μου να πρήζονται. Θυμήθηκα το χαλασμένο του βλέμμα κι αναστοχάστηκα τις ερωτήσεις του. Τέλος ακούστηκε ο τύραννος ποιητής: «τυφλός στ’ αυτιά και στον νου και στα μάτια».
«Τυφλός τα τ’ ώτα τον τε νουν τα τ’ όμματ’ ει.»: Φράση από τον Οιδίποδα Τύραννο του Σοφοκλή.
Κ.Κ. 20-01-’23
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου