Φύλαξόν με υπό την σκέπην σου
Βαθύγηρος πια ο πατέρας. Κι εκείνη η σκάλα στο εξοχικό κουράζει και νέους. Το είπα του σπιτονοικοκύρη. Μου είπε ν’ αδειάσω το συντομότερο, για να βάλει μπογιατζήδες.
Είχανε ξεμείνει κάμποσα πράγματα της μάνας. Δεκατρία χρόνια πεθαμένη. Βάλθηκα να τα ξεφορτώνομαι. Πρώτο και καλύτερο ένα κιτσάτο φωτιστικό νυκτός, σουβενίρ θρησκευτικού τουρισμού, με μια Παναγία βρεφοκρατούσα και το «Φύλαξόν με υπό την σκέπην σου».
Οι μπογιατζήδες απέξω. Κατεβάζοντας και τα κάδρα αντίκρισα το σπίτι άδειο.
Άρχισα να ψάχνω στον σωρό με τις σκουπιδοσακούλες. Βρήκα το φωτιστικό. Το ’χει ο πατέρας τώρα.
Εγώ δεν έχω το θεό μου. Και τελώ –μέχρι τέλους– ασκεπής.
Κ.Κ. 22-06-’22