Λεχώνες
Μέρες
παρατηρούσαμε. Μέρες, αλλ’ όχι εξαρχής. Το πρότερο ζευγάρωμα, τη συνακόλουθη μολπή* του αρσενικού για την αίρεσι* της κατάλληλης θέσης, δεν τα νιώσαμε. Ούτε και
επρόκειτο. Εκτός που κατ’ ουσίαν μάς ήταν άγνωστα –αργότερα τα εννοήσαμε και δη ηλεκτρονικά–
ήταν και το μάτι μας –μουδιασμένο απ’ τις
οθόνες –τυφλοί τον τε νουν τα τ’ όμματα*.
Μέρες παρατηρούσαν. Στα
καρφιά. Πότε να κόψει, πότε να σκάσει ο δικός τους στο έμπα.
Μια
μικρή κεραία στην ταράτσα της διπλανής πολυκατοικίας –έχασκε μισοσκουριασμένη
και ζαβή πάνω απ’ το φαιό τσιμεντένιο φαράγγι, επίδοξος σιδερένιος αυτόχειρας– προκρίθηκε
ως τόπος επώασης. Το αρσενικό έφερε στο ράμφος του όλα τα χρειαζούμενα απ’ τα
κοντινά μπαλκόνια· ξερά κλαράκια, ρίζες, κομμένα σχοινιά, καλώδια. Η φωλιά,
φτιαγμένη άτσαλα, έδινε μια αίσθηση αιώρησης· λες κι ήταν κρεμάμενη από νήματα
αόρατου ιστού, ταγμένου στη διαιώνιση του είδους –άοκνες της θείας οικονομίας αράχνες.
Tα βράδια –και τώρα ακόμη– η ίδια κυκλική οπτασία· το αυγό να
αναλαμβάνεται αναμμένο, μικκύλο* ζωφόρο φεγγάρι.
Φωλιάσαν αγκαλιά σε μια
γούβα, άφανοι. Το σπίτι μπιρ παρά. Εκείνη στον ένατο, με τη θηλιά –μην αλμυρίσει
η γέννα. Ο Θεός είναι μεγάλος.
Το
ζευγάρι καθόταν πάνω του εναλλάξ· ένα τους πάντοτε φύλαγε. Στοιχηματίζαμε πάνω
στην προχειρότητα της κατασκευής και στων πουλιών την αντοχή. Προχωρημένος
Μάιος, σγούραινε ο βασιλικός, κι εκείνα παντέρμα διακονούσαν τη φύση τους, παραδομένα
ολημερίς στα χούγια της άνοιξης και σ' εκείνης της χρονιάς το πρώιμο λιοπύρι.
Γυρισμό δεν είχε. Πίσω
χαλασμός. Μπροστά χειμώνας.
Κι
ωστόσο έστεκαν· πάνω από καιρό κι ανθρώπινες προβλέψεις. Κι η φωλιά τους, φάτνη
μετεωριζόμενη, λίκνιζε νοερά κι ανέφελα τον εκκολαπτόμενο νεοσσό· κι ο πρόλοβός* τους γέμιζε με την πρώτη του τροφή –γάλα
περιστεριού το λένε –η οθόνη το μαρτύρησε.
Κι ωστόσο σπαργούσαν* –πιότερο
εκείνη –νέας ζωής προσμονή.
Μόνο
που ήρθανε οι γλάροι. Ήταν απ’ αυτούς τους θρεμμένους, των χωματερών –τα πάντα
εν σοφία. Το αρσενικό, Δαυίδ πετούμενος, έκανε να διώξει τον πρώτο. Μα ήταν καμιά
δεκαριά, κοπάδι. Η μάνα πρότεινε τραχιά τη φτερούγα σαν ασπίδα. Η φωλιά
σκόρπισε. Το αυγό έσκασε υπόκωφα στον ακάλυπτο. Τα αρπακτικά έφυγαν άπραγα.
Σκλήθρα άξενη, σ’ άλλα
βράχια ψημένη, πιο κοφτερά. Αλεπούδες. Ένα κοπάδι, καμιά δεκαριά, πλάκωσε να
σπρώχνει τον κόσμο στα φουσκωτά. Σκόνταψε εκείνη. Λίγο μετά σπάσαν τα νερά –φουρτούνα.
Το παιδί μελανό. Τσαμπιά βρισιές και μοιρολόγια. Τ’ απόκοψαν. Πιασμένο επέπλεε
στο παραγάδι του λώρου. Στη βάρκα αλμύρα, αίματα κι αμνιακό υγρό.
Το
αρσενικό, ψάλλοντας, πήρε πάλι να συνάζει άοκνα –ίδια αράχνη που της χαλάσαν
τον ιστό– τα χρειαζούμενα για τη νέα φωλεά, αποθέτοντάς τα σε άλλη,
παρακείμενη, κεραία. Η μολπή του, απαράλλαχτη, ερχόταν ρυθμικά, λίκνισμα της
θάλασσας, που οι γλάροι είχαν πίσω τους νωρίτερα αφήσει· κου-ΚΟΎΟΥ-κου, κου-ΚΟΎΟΥ-κου,
που σύμφωνα με τον μύθο πάει να πει δεκαοχτώ –εξού και τ’ όνομα. Δώδεκα μέρες
είχαμε μετρήσει ως τότε. Ίσως στη δέκατη όγδοη το ράμφος του νεοσσού να έσπαγε τη
σιωπή του κελύφους. Η επώαση διαρκεί από 14 έως 19 μέρες –είπε η οθόνη.
Μόλις πατήσανε στεριά «Ο
Θεός είναι μεγάλος» –εκείνος.
Εκείνες κώφευαν άπραγες· ποιος χαροκάθεται
ξανά; –πείρα πότε* κατισχύουσα* των ενστίκτων.
Το βλέμμα τους φωλιά, με τούφες και πούπουλα
ασαράντιστων αγγέλων.
*μολπή: τραγούδι
*αίρεσι: επιλογή
*τυφλοί τον τε νουν τα τ’ όμματα: τυφλοί και στον νου και στα μάτια (παραλλαγή της φράσης "Τυφλός τα τ’ ώτα τον τε νουν τα τ’ όμματα" από τον Οιδίποδα τύραννο του Σοφοκλή)
*μικκύλο: μικρογραφικό, μινιατούρα
*πρόλοβος: διεσταλμένο τμήμα του οισοφάγου των πτηνών, όπου αποθηκεύεται η τροφή πριν να περάσει στο στομάχι
*σπαργώ: είμαι γεμάτος σφρίγος και ζωή
*πότε: κάποτε
*κατισχύω: νικώ, επικρατώ πλήρως
Κ.Κ. 2018
Από ανέκδοτη ενότητα για το προσφυγικό.