Αγέλη
μια μαύρη κόρη
με το μαύρο της κορμί
–ξόανο σωστό
δόξα της προσκύνησης–
βογκάει τις μέρες της
πάνω σε μαύρες κλίνες
ματώνει τις ρώγες της
πάνω στην κόψη των χαρτονομισμάτων
τα ξημερώματα
μετά τη βάρδια
τσιγάρο στο τσιγάρο
η ίδια σκηνή
ο θειος της στην καλύβα
κι εκείνη κουτάβι
με το φίμωτρο στο στόμα
«η μάνα της την είχε ορμηνέψει
για το δόντι των αρσενικών»
–να λένε οι άλλες γυναίκες
τέλος θυμάται τον μάγο
πώς κάποτε
που η φυλή στροβιλιζόταν
γύρω απ’ τη φωτιά
την είχε κι αυτός ξορκίσει
«μη σηκώσεις το βλέμμα σου κατάντικρυ στον ήλιο
μην ξεγελαστείς»
(Όχι πως το σήκωσε ποτέ της.
Κι ίσως βέβαια ακριβώς γι’ αυτό
να μην τη συγχώρησε ποτέ κανείς.)
Κ.Κ. 2021-2025
(Η φωτό αλιευμένη από το διαδίκτυο)