Οι μοδίστρες
Αντάμωσαν ξανά ύστερα από χρόνια, στη Ναυτιλιακή, δίπλα στη Ροτόντα, μέρα λαμπρή του χειμώνα που θα ’σβηνε λίγο αργότερα πίσω απ’ τον Όλυμπο σε φωτογραφικό ηλιοβασίλεμα. Ούτε και που το ’χανε βεβαίως σχεδιάσει, τυχαία έγινε, όπως άλλωστε γίνονται όλα αυτά.
Δίπλα δίπλα τα τραπέζια. Αλλάξανε κεράσματα κι ευχές δυο φορές –για τα Χριστούγεννα– κι έπειτα χάθηκε καθεμιά στην παρέα της όσο ο υπόγειος διάλογος φούντωνε κάτω απ’ τα πιάτα με τα ψαρικά.
Αδερφές μοδίστρες, χρόνια στο βελόνι, να ράβουνε πάντα μαζί την υψηλή κοινωνία, μηχανικούδαινες, γιατρέσσες και τα λοιπά. Οι γονιοί τους, πρόσφυγες από τη θάλασσα του Μαρμαρά, εγκαταβιούσαν στα ύστερά τους στο πίσω δωμάτιο από το διαμέρισμα-ραφτάδικο. Στο ίδιο δωμάτιο η μεγάλη –που αν υπάρχει Θεός, θα έχει σίγουρα αγιάσει– γηροκομούσε πρώτα τα πεθερικά της, καθώς και μια θεια της αργότερα. Στο μεταξύ, όσο αυτές ξενυχτούσαν για να προλαβαίνουνε τις ημερομηνίες, κάτι παιδιά μεγαλώνανε μισομόνα τους παίζοντας με τα ρετάλια και διαβάζοντας στο ίδιο τραπέζι με τη φορμάικα, όπου απλώνονταν τα πατρόν. Οι σύζυγοι πρόκοψαν - δε πρόκοψαν με τις δουλειές –κι ούτε που ξέρω τι θα γινόμασταν μικροί-μεγάλοι, αν δεν ήτανε το βελόνι· σ’ αυτό άλλωστε χρωστάω την ίδια μου την ύπαρξη κι εγώ.
Είχανε βεβαίως και χαρές οι μοδίστρες, τα παιδιά σπουδάσανε όλα, κάνανε δικές τους οικογένειες, εξόν ένα. Η μικρή ίσα που πρόλαβε να δει το πρώτο της εγγόνι –έφυγε από εγκεφαλικό στα εβδομήντα πέντε της, πριν ακόμη εκείνο χρονίσει. Η μεγάλη τα κανάκεψε περισσότερο, όσο τουλάχιστον είχε τα καλά της. Γιατί ήρθαν αρρώστιες ύστερα και γηρατειά και κείνη, που πάντα ήταν πούπουλο που χάιδευε τους άλλους, έγινε μολύβι ασήκωτο και το μυαλό της γυρνούσε ποιος ξέρει πού.
Παλιά πράγματα, ψαλιδισμένα τόπια, ρετάλια στο ραφτάδικο. Κι ούτε βεβαίως που ανταμώσαν οι μοδίστρες στη Ναυτιλιακή –είναι εξάλλου από χρόνια πεθαμένες. Μόνο εμείς ανταμώσαμε, τυχαία, όπως άλλωστε γίνονται όλα αυτά, εγώ, ο γιος της μικρής με την κόρη της μεγάλης, τα ξαδέρφια, που ασπρίζουμε κι οι δυο μας τώρα πια για τα καλά, κι έρχονται κι αυτά και στριμώχνονται, εμμονικά, χρονιάρες μέρες, κάτω απ’ τα πιάτα με τα ψαρικά στο διπλανό τραπέζι, μακαριά για τους κεκοιμημένους.
Κ.Κ. 23-12-2024