Η σπηλιά
«Δεν ξανάδα τέτοιο πράμα» έλεγε ο κυνηγός. «Τα σκυλιά όλο να γαβγίζουν. Το φεγγάρι άφανο. Μας έκοψε φόβος».
Φαντάστηκα τη σπηλιά· ένα λιοντάρι σε μια κόχη με το φεγγάρι στον κόρφο.
Τα κόκαλα σκόρπια. Τ’ όπλο και μερικές γόπες. Το φυλαχτό. Το κρανίο σε μια γωνιά -φώταγε. «Δεν ξανάδα τέτοιο πράμα».
Φλεβάρη τον επικήρυξαν. Μάρτη βγήκε στο κλαρί. Στο τουφέκι πρώτος. Και μπεσαλής. Ο καπετάνιος τον κοιτούσε λοξά. Η θανατική ποινή τον βρήκε λιποτάκτη. Μας τα ’πε ένας απ’ το διπλανό χωριό. Χρόνια μετά. Μας όρκισε πρώτα.
Η μάνα τον είχε για ζωντανό. Απ’ το φυλαχτό τον γνώρισε.
Τα κόκαλα δεν μας τ’ απόδωσαν. Για τάφο ούτε λόγος. Μόνο το φυλαχτό. Κι εκείνο με βρισιές.
«Λιόντα μου, φεγγάρι μου», η μάνα τον έψελνε στα σκοτεινά -μέχρι να σβήσει.
Κ.Κ. 26-08-2023