Οικουρός όφις
Το σπίτι παλιό. Στην τσιμεντένια σκάλα σημάδια καθίζησης. Κάτω απ’ το τελευταίο σκαλοπάτι δύο δάχτυλα κενό. Εκεί τρύπωσε πρώτη φορά. Το ’διωχνε η γάτα με το πόδι της. Ύστερα πήγε στο τσαρδί με τα εργαλεία. Κάποιες φορές το ακούγαμε που σουρνόταν στα χορτάρια της αυλής.
Το ’χαμε πάρει από φόβο. Τα παιδιά κυρίως. Ήταν μαύρο. Για να το χαλάσουμε ούτε λόγος. Θα μας έβρισκε μεγάλο κακό.
Ένα αυγουστιάτικο μεσημέρι ψήσαμε στην αυλή. Το τσούξαμε και λιγάκι. Αποφάγαμε και μαργωθήκαμε κάτω απ’ τη συκιά. Ονειρεύτηκα δύο αγγέλους. Τους είχε καταπόδι ο εξαποδώ. Έκανα να τιναχτώ πάνω απ’ τον φόβο μα κάτι με κρατούσε μες στ’ όνειρο. «Τη γάτα, τη γάτα!» να φωνάζω κι εκείνος όλο να πλησιάζει. Ξύπνησα ίσα που νιώσανε τα χνώτα του πάνω στα φτερά τους. Βρήκα το φίδι να προσπαθεί ν’ ανέβει στις καρέκλες που κοιμούνταν τα παιδιά και τη γάτα να το διώχνει με το πόδι.
Εντός μας οικουρός ένας τέτοιος όφις. Σούρνεται στα χορτάρια της μέσα μας αυλής. Δεν μπορούμε να τον χαλάσουμε. Μπορούμε όμως να βάλουμε μια γάτα να τον διώχνει με το πόδι. Εντός μας κι αυτή -οικουρός.
Κ.Κ. 29-08-’21