Με σκυμμένο το κεφάλι
Σε βρίσκω ώρα οχτώμιση να τρως γιουβαρλάκια Είναι μεσημέρι μου λες Σου δείχνω το ρολόι Με λοξοκοιτάς με σκυμμένο το κεφάλι Σου ετοιμάζω πρωινό Βάζω σε πιατάκι τα χάπια σου Φυσάς διαρκώς τη μύτη σου Επιθεωρείς το περιεχόμενο στη χαρτοπετσέτα Φτύνεις δεξιά κι αριστερά τα κομματάκια από το κουάκερ που έχουν κολλήσει στη μασέλα Λερώνεις το φρεσκοσιδερωμένο σου πουκάμισο Τελειώνεις το φαΐ Σπρώχνεις επιδεικτικά το πιάτο στην άκρη του τραπεζιού Το μαζεύω Σου βάζω νερό για τα χάπια Τα παίρνεις Λιγώνομαι Νομίζω που θα πνιγείς
Να βάλω τα παπούτσια μου να πάμε στο καφενείο μου λες Στον δρόμο σημαδεύεις τις λακκούβες και τα σαμαράκια στα πεζοδρόμια Θέλεις διαρκώς να κρατιέσαι Παραγγέλνω καφέ Κάτσε λίγο μου λες Από δω πάμε για το σπίτι ρωτάς Δείχνεις σε λάθος κατεύθυνση Ξαναρωτάς Τα ίδια Πιες κάνα δυο γουλιές απ’ τον καφέ σου Θα σε γυρίσω εγώ στο σπίτι Πρέπει να φύγω Τι μέρα είπαμε είναι σήμερα Πέμπτη Η γυναίκα πότε θα έρθει ρωτάς Τρίτη Παρασκευή και Σάββατο έρχεται Στην επιστροφή στεκόμαστε στον φούρνο Λοξοκοιτάς τις πάστες Σου παίρνω δύο μαζί με το ψωμί Τα παιδιά τι κάνουν Μια χαρά είναι Βγάλε τα χέρια από τις τσέπες Θα φας τα μούτρα σου αν πέσεις μου λες
Φτάνεις λαχανιασμένος στην εξώπορτα Σ’ αφήνω ν’ ανοίξεις Πας κατευθείαν στο μπάνιο Δεν προλαβαίνεις Θυμάμαι τον Αριστοτέλη και την αγόγγυστη αρετή Απέχω μακράν Σε καθαρίζω όπως όπως Φεύγω βιαστικά Καλό μεσημέρι μπαμπά Αύριο πάλι Καλό μεσημέρι υιέ μου Σ’ ευχαριστώ Με κοιτάς Χαμογελάς Σε λοξοκοιτώ με σκυμμένο το κεφάλι Κι εγώ σ’ ευχαριστώ Για όλα
Κ.Κ. 17-06-’21
(Η φωτό αλιευμένη από το Διαδίκτυο)